ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΡΟΗ

ΠΕΛΕ: Ποιος ήταν ο «ΒΑΣΙΛΙΑΣ» του Παγκοσμίου Ποδοσφαίρου

Πελέ

Ο Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο (πορτογαλικάEdson Arantes do Nascimento‎, προφορά: ˈɛtsõ (w)ɐˈɾɐ̃tʃiz du nɐsiˈmẽtu, Τρες Κορασόες, 23 Οκτωβρίου 1940 – Σάο Πάολο29 Δεκεμβρίου 2022) γνωστός ως Πελέ (πορτογαλικάPelé‎), ήταν Βραζιλιάνος διεθνής ποδοσφαιριστής.

Έχει αναγνωριστεί ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών από τη FIFA και τη Δ.Ο.Ε. και ευρέως θεωρείται ως ο μεγαλύτερος στην ιστορία του αθλήματος. Γνωστός και ως ο «Βασιλιάς του Ποδοσφαίρου», κατέχει επίσης τον τίτλο «Αθλητής του Αιώνα» από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Το 2000 σε παγκόσμια δημοσκόπηση της FIFA στο διαδίκτυο για την ανάδειξη του καλύτερου ποδοσφαιριστή του 20ού αιώνα, ήρθε δεύτερος πίσω από το Ντιέγκο Μαραντόνα, ενώ αντίθετα, στην ψηφοφορία της «FIFA Football family» και των αναγνωστών του περιοδικού «FIFA Magazine» ο Πελέ ήρθε πρώτος. Τα ατομικά του επιτεύγματα και οι διακρίσεις του τον κατατάσσουν ως τον πιο διάσημο και δημοφιλή όχι μόνο στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία αλλά και στο σύνολο του κόσμου των σπορ.

Το «Μαύρο Μαργαριτάρι» (Pérola Negra)[  έχει ψηφιστεί ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS) λαμβάνοντας 1.705 πόντους, με δεύτερο το Γιόχαν Κρόιφ με 1.303.] To 1999 εξελέγη Ποδοσφαιριστής του Αιώνα μετά από ψηφοφορία των νικητών (1956–1999) της Χρυσής Μπάλας του περιοδικού France Football.

Παρά τις πιέσεις που ασκούσαν οι μεγάλοι σύλλογοι της Ευρώπης για να τον αποκτήσουν, ο Πελέ παρέμεινε στη Σάντος σχεδόν 18 χρόνια λόγω της αγάπης για την ομάδα, αλλά και της απαγόρευσης που εφάρμοσε η κυβέρνηση της χώρας, η οποία τον χαρακτήρισε εθνικό θησαυρό. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του κέρδισε όλους τους ομαδικούς και ατομικούς τίτλους που διεκδίκησε και απέκτησε πρωτοφανή παγκόσμια φήμη ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που είχε μέχρι τότε παρουσιαστεί ήδη από τα πρώτα χρόνια της τρίτης δεκαετίας της ζωής του. Έκλεισε την καριέρα του στις ΗΠΑ το 1977, όπου αγωνίστηκε για τρεις σεζόν αυξάνοντας κατακόρυφα τη δημοτικότητα του ποδοσφαίρου, οδηγώντας και άλλους σπουδαίους παίκτες να πράξουν το ίδιο εκείνη την περίοδο. Λειτούργησε ως παγκόσμιος πρέσβης για το άθλημα από την αρχή της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας και οι δύο σύλλογοι που αγωνίστηκε έκαναν περιοδείες σε πολυάριθμες χώρες για να συμμετάσχουν σε φιλικά παιχνίδια.

Ο Πελέ αγωνιζόταν ως δεύτερος επιθετικός, αλλά λειτούργησε και ως επιθετικός μέσος. Η τεχνική κατάρτιση και η αθλητικότητά του έχουν επαινεθεί παγκόσμια, και κατά τη διάρκεια της καριέρας του είχε χαρακτηριστικά όπως την άριστη ντρίμπλα και πάσα, την εξαιρετική του ικανότητα στο ψηλό παιχνίδι, τη δημιουργικότητά του, αλλά και τη μεγάλη έφεση στο σκοράρισμα, στοιχεία που τον προσδιορίζουν ως τον πληρέστερο όλων.

Συνολικά, σύμφωνα με την RSSSF (αναθεωρημένα στοιχεία 2022), σημείωσε 1.303 τέρματα σε 1.392 αγώνες κατά τη διάρκεια της ενεργού δράσης του κατατασσόμενος στους κορυφαίους σκόρερ όλων των εποχών. Η καταξίωσή του στο ανώτατο επίπεδο ήρθε με τη συμμετοχή του στα Παγκόσμια Κύπελλα με την εθνική του ομάδα κατακτώντας τον τίτλο τρεις φορές, ο μόνος ποδοσφαιριστής που έχει πετύχει κάτι τέτοιο.

Ανεπανάληπτο είναι το γεγονός ότι η κορυφή του κόσμου ήρθε πρώτα σε διεθνές επίπεδο σε ηλικία πριν τη συμπλήρωση των 18 χρόνων του στη διοργάνωση του 1958 και ακολούθησε η καταξίωση σε συλλογικό επίπεδο. Το 1962 στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Χιλής, τραυματίστηκε στον αγώνα με την Τσεχοσλοβακία και δεν συνέχισε στη διοργάνωση. Το 1966 στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας είχε ανάλογη τύχη στον αγώνα με την Πορτογαλία. Το 1970 σκόραρε σε τέταρτο συνεχόμενο Κύπελλο και ήταν ο κορυφαίος παίκτης της διοργάνωσης που συγκέντρωσε όλες τις ιστορικά κορυφαίες ποδοσφαιρικές δυνάμεις σε κατάσταση ισχύος.[

Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας παρέμεινε κοντά στο άθλημα ως πρεσβευτής του αλλά και διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΗΕ και η UNICEF. Για την προσφορά του στο ποδόσφαιρο και στο χώρο του αθλητισμού γενικότερα τιμήθηκε μεταξύ άλλων με το Τάγμα Αξίας της FIFA[  όπως και το Ολυμπιακό Τάγμα. Περισσότερο από τα γκολ, τα τρόπαια και τις διακρίσεις, τα πολλαπλά ρεκόρ κόσμου, ορισμένα από τα οποία παραμένουν ακατάρριπτα μέχρι και σήμερα, την αγάπη και τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των φιλάθλων προς το πρόσωπό του, ακόμα και δεκαετίες μετά την αποχώρησή του από το ποδόσφαιρο, είναι η κληρονομιά του στο άθλημα αυτή που έχει αφήσει τις πιο μόνιμες εντυπώσεις

Τα πρώτα χρόνια

Ο Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1940 στην πόλη Τρες Κορασόες (πορτογαλικά Βραζιλίας : Três Corações, στα ελληνικά σημαίνει: Τρεις Καρδιές της πολιτείας Μίνας Ζεράις της Βραζιλίας, 300 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Ρίο ντε Τζανέιρο. Πατέρας του ήταν ο Ζοάο Ράμος ντο Νασιμέντο, γνωστός ως Ντοντίνιο, ελπιδοφόρος ποδοσφαιριστής αγωνιζόμενος ως κεντρικός επιθετικός, που ένας σοβαρός τραυματισμός στα 23 του (λίγους μήνες πριν τη γέννηση του μικρού), τον κράτησε μακριά από τη μεγάλη καριέρα. Αναγκάστηκε έτσι να αγωνιστεί σε μικρές ομάδες, ωστόσο υπήρξε ο μέντορας του διάσημου γιου του. Ήταν το πρώτο παιδί από τα τρία της οικογένειας και βαφτίστηκε Έντισον προς τιμή του εφευρέτη Τόμας Έντισον (ηλεκτρισμός πήγε στη γενέθλια πόλη του λίγο καιρό πριν από τη γέννηση του Πελέ) και στη συνέχεια αφαιρέθηκε το «ι» από το όνομα. Στη Βραζιλία αρέσκονται να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα και το πρώτο που ήρθε ήταν το «Ντίκο» (Dico). Ο θείος του Χόρχε το σκέφτηκε και η μητέρα του το χρησιμοποιούσε για χρόνια.

Το παρωνύμιο Πελέ του το κόλλησε ένας συμμαθητής του στο σχολείο και μάλιστα ήταν η αφορμή για να τιμωρηθεί ο μικρός Έντσον με τρεις ημέρες αποβολή, καθώς τσακώθηκε με τον μικρό που του έβγαλε το παρατσούκλι.

Υπάρχουν δύο εκδοχές για το τι πραγματικά σημαίνει και είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος επιμένει πως δεν γνωρίζει πως προέκυψε. Η πρώτη εκδοχή είναι πως μία ημέρα που έπαιζε ποδόσφαιρο, στα χωράφια του Τρες Κορασόες με τους φίλους του, με μία αυτοσχέδια μπάλα φτιαγμένη με πανιά και χαρτιά, κάποια στιγμή βρήκε πεταμένη κοντά σε σταθμό του τρένου μία παλιά, ξεφούσκωτη, χαλασμένη, αλλά δερμάτινη μπάλα.

Έκτοτε προέκυψε και το peleπου σήμαινε δέρμα σε πολλές λατινογενείς γλώσσες. Η άλλη εκδοχή είναι πως το όνομα αυτό του το κόλλησαν όταν ο ίδιος αποκαλούσε λανθασμένα τον αγαπημένο παίκτη του      « Μπιλέ »ως «Πιλέ», τερματοφύλακα της Βάσκο ντα Γκάμα. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως το όνομα Πελέ δεν ήταν της αρεσκείας του και δεν υποδηλώνει κάτι στην πορτογαλική γλώσσα. Ωστόσο πολύ αργότερα ένας θεολόγος του είπε ότι η λέξη αυτή υπάρχει στη Βίβλο και στα εβραϊκά σημαίνει θαύμα, γεγονός που άλλαξε την άποψή του για το όνομα.

Τα παιδικά χρόνια ήταν φτωχικά με το μικρό Έντσον να παίζει μπάλα γεμίζοντας τις κάλτσες του με χαρτιά μη δυνάμενη η οικογένεια να του αγοράσει παπούτσια (αργότερα, τα παιχνίδια χωρίς παπούτσια έγιναν γνωστά ως pelada, που πιστεύεται ότι πήραν το όνομά τους από τον Πελέ).

Η οικογένεια μετακόμισε σε μεγαλύτερη πόλη, στο Μπαουρού στην πολιτεία του Σάο Πάολο στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1945, όπου ο πατέρας του συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο στην τοπική ομάδα της δεύτερης κατηγορίας Lusitana FC μετέπειτα Bauru Atletico Clube.

Στα έκτα του γενέθλια ένας από τους παίκτες της ομάδας του πατέρα του του δώρισε μια δερμάτινη μπάλα και αυτή ήταν η πρώτη φορά που κλωτσούσε μια πραγματική μπάλα. Ο πατέρας του ήθελε ο γιος να ακολουθήσει τα χνάρια του και να διδαχθεί τα μυστικά της στρογγυλής θεάς (σε αντίθεση με τη μητέρα του Δόνα Σελέστε), γράφοντας παράλληλα τον γιο του σε τοπικές ομάδες νέων από την ηλικία των 11 ετών (Sete de Setembro, Canto do Rio, Sao Paulinho, Ameriquinha) και όταν είδε τα προσόντα του τον παρότρυνε λέγοντάς του ότι «εσύ γεννήθηκες για να παίξεις ποδόσφαιρο».

Ο πατέρας ήταν και ο άνθρωπος που ο μικρός Έντσον ήθελε να μοιάσει. Για να βοηθηθεί οικονομικά και να μπορέσει να αγοράσει δική του μπάλα, δούλευε σε καταστήματα τσαγιού ως υπάλληλος και γυάλιζε παπούτσια έξω από τους κινηματογράφους ήδη από την ηλικία των επτά ετών, αν και ο ίδιος δεν είχε ακόμα δικά του. Σχολείο κατάφερε να πάει μόνο μέχρι την τέταρτη τάξη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Στην αρχή της εφηβείας του γνωρίζει τον πρώην διεθνή βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή της δεκαετίας του 1930 Βαλντεμάρ ντε Μπρίτο, που ανέλαβε να δημιουργήσει την ομάδα νέων της Μπαουρού (Baquinho), κάτι που υλοποιήθηκε με τον πρώτο αγώνα το Σεπτέμβριο του 1953. Στην ομάδα νέων έπαιξε για περίπου δύο χρόνια εντυπωσιάζοντας από το δεύτερο αγώνα και κερδίζοντας δύο τίτλους στις διοργανώσεις νέων της πόλης (1954, 1955), ενώ την επόμενη χρονιά η ομάδα διαλύθηκε.

Στο Μπαουρού τον ονόμασαν el sapeca (το θαύμα). Οι ποδοσφαιρικές επιδόσεις του μικρού αρχίζουν προοδευτικά να ξεχωρίζουν στην τοπική αθλητική κοινότητα και ο Μπρίτο πεπεισμένος ότι ο μαθητής του «θα γίνει κάποτε ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου» πείθει εντέλει την οικογένεια Νασιμέντο να επιτρέψει στο 15χρονο ποδοσφαιρικό φαινόμενο να εγκαταλείψει την πατρική εστία.

Παράλληλα στα μέσα της εφηβείας του έπαιξε για μια ομάδα εσωτερικού ποδοσφαίρου που ονομαζόταν Ράντιουμ και είχε δημιουργηθεί από νέους της ομάδας της Μπαουρού. Το ποδόσφαιρο σάλας (futsal-φούτσαλ) μόλις είχε αρχίσει να γίνεται δημοφιλές στη χώρα και σύμφωνα με τον ίδιο, το ποδόσφαιρο σάλας παρουσίαζε δύσκολες προκλήσεις, ήταν πολύ πιο γρήγορο από το ποδόσφαιρο στο γρασίδι και οι παίκτες αναγκάζονται να σκέφτονται γρηγορότερα, αφού όλοι είναι σε κοντινές αποστάσεις στο γήπεδο. Ο Πελέ αναγνώρισε ότι το ποδόσφαιρο εσωτερικού χώρου τον βοήθησε να σκεφτεί καλύτερα και πιο γρήγορα. Επιπλέον, του επέτρεψε να παίξει με ενήλικες όταν ήταν περίπου 14 ετών. Σε ένα από τα τουρνουά στα οποία συμμετείχε, αρχικά θεωρήθηκε πολύ νέος για να παίξει, αλλά τελικά έγινε ο κορυφαίος σκόρερ του διαγωνισμού, παραδεχόμενος αργότερα ότι αυτό του έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση. Ο Πελέ και η ομάδα του κέρδισαν το πρώτο πρωτάθλημα το 1955.

Σάντος Φ.Κ.

Η πορεία και η κατάκτηση της κορυφής

Έτσι έφτασε στη Σάντος στις 8 Αυγούστου 1956, μία πόλη-λιμάνι 200.000 κατοίκων στην πολιτεία του Σάο Πάολο και αγωνίστηκε στην ομάδα νέων της πόλης (Σάντος Φουτεμπόλ Κλούμπε), σημειώνοντας πολλά γκολ, ενώ συμμετείχε και σε φιλικούς αγώνες της ανδρικής ομάδας.

Έμενε στο οικοτροφείο του σωματείου και προτού κλείσει τα 16 του, στις 7 Σεπτεμβρίου 1956 έκανε το ντεμπούτο του με την ομάδα ανδρών της Σάντος σε φιλικό αγώνα με την Κορίνθιανς Σάντο Αντρέ (Corinthians Santo André, 7–1) μπαίνοντας σαν αλλαγή και σκοράροντας μία φορά στο 81ο λεπτό το έκτο γκολ της ομάδας.

Στη Σάντος τον αποκαλούσαν αρχικά Gasolina (βενζίνη), ένα ψευδώνυμο που του έδωσαν για την ταχύτητά του. Ο τραυματισμός του Βάλτερ Βασκονσέλος (Válter Vasconcelos) το Δεκέμβριο του 1956, βασικού στελέχους της ομάδας που φορούσε το νούμερο 10, του έδωσε την ευκαιρία να αγωνιστεί στη βασική ενδεκάδα από τις αρχές της επόμενης χρονιάς φορώντας το νούμερό του.

Στις 26 Απριλίου 1957 σημείωσε το πρώτο του τέρμα σε επίσημο αγώνα, στη συνάντηση Σάντος – Σάο Πάολο 3–1 για το τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο.

Στις 9 Ιουνίου 1957 σκόραρε το πρώτο του χατ τρικ σε φιλικό αγώνα με τη Φαμπρίλ Εσπόρτε Κλούμπε (Fabril Esporte Clube – τέσσερα τέρματα), ο νεότερος παίκτης στον κόσμο που πέτυχε χατ τρικ σε επίσημο αγώνα, ρεκόρ που κράτησε για τέσσερις δεκαετίες.

Το πρώτο γκολ στο Πρωτάθλημα Παουλίστα ήρθε την τρίτη αγωνιστική (14 Ιουνίου) απέναντι στην Πιρασικάμπα (XV de Piracicaba) στην εντός έδρας νίκη με 5–3.

Υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο στις 25 Ιουνίου 1957, ενώ μέχρι τότε αμοιβόταν με άτυπο συμφωνητικό. Έτσι καθιερώθηκε στη βασική ενδεκάδα και ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος Παουλίστα ήδη από την πρώτη χρονιά με 36 γκολ, ενώ είχε και 14 τελικές πάσες (ασίστ).

Ο τίτλος του πρώτου σκόρερ κατακτήθηκε και την επόμενη χρονιά (1958) με 58 τέρματα (πέντε από τα οποία στον αγώνα απέναντι στην Ιπιράνγκα Φουτεμπόλ Κλούμπε (Ypiranga Futebol Clube) την 1η Οκτωβρίου, πέντε «καρέ» και τρία χατ τρικ) σε 38 αγώνες, επίδοση που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ μέχρι σήμερα και διεθνής με την εθνική Βραζιλίας σε ηλικία μόλις 16 ετών, 10 μόνο μήνες από το ντεμπούτο του σε συλλογικό επίπεδο.

Στις 26 Φεβρουαρίου 1958, σε αγώνα με την Αμέρικα Ρίο ντε Τζανέιρο για τον πρώτο γύρο του τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο, ο Πελέ σημείωσε τέσσερα γκολ στο τελικό 5–3 και ο δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Νέλσον Ροντρίγκες (1912–1980) εντυπωσιασμένος από την απόδοση του έφηβου ακόμα ποδοσφαιριστή τον χαρακτήρισε «βασιλιά» (πορτογαλικάΟ Rei), στο χρονικό που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Manchete Esportiva, στις 8 Μαρτίου 1958 τίτλος που αργότερα δόθηκε και από τους Ευρωπαίους. Ένα από τα γκολ ήταν με ατομική προσπάθεια και ο Ροντρίγκεζ έγραψε «Ήρθε μια στιγμή που δεν έμεινε κανείς να ντριμπλάρει. Δεν υπήρχε άμυνα».

Ένας ακόμα τίτλο του πρώτου σκόρερ συμπλήρωσε την επόμενη χρονιά, έχοντας ήδη και τον πρώτο τίτλο του πρωταθλήματος Παουλίστα το 1958, το δε 1959 σημείωσε συνολικά σε 103 επίσημους και φιλικούς αγώνες 127 τέρματα, σε χρόνια που δεν υπήρχε επαρκής ιατρική υποστήριξη και η διαδοχή των αγώνων δεν επέτρεπε χρόνο αποθεραπείας από μικροτραυματισμούς.

Αγωνίστηκε με πέντε διαφορετικές ομάδες και η επίδοση αναγνωρίζεται ως ρεκόρ για ένα ημερολογιακό έτος (υπηρετούσε στρατιωτική θητεία ενός έτους εκείνη τη χρονιά πετυχαίνοντας 14 γκολ με την επίλεκτη ομάδα των Ενόπλων Δυνάμεων), ενώ η Σάντος 342, επιδόσεις που είναι ακατάρριπτα ρεκόρ.

Στο πρωτάθλημα Παουλίστα του 1959 ο Πελέ σκόραρε 45 τέρματα (πρώτος σκόρερ για τρίτη συνεχή χρονιά) και η ομάδα 155 σε 41 συναντήσεις, ένα ακόμα ακατάρριπτο ρεκόρ για το σύλλογο, χωρίς μάλιστα να κατακτήσει και τον τίτλο του πρωταθλήματος δίνοντας έμφαση περισσότερο στην επιθετική της απόδοση.

Το μόνιμο ντουέτο πυρός για μία δεκαετία ήταν οι Πέπε και Κουτίνιο, με τον πρώτο να αγωνίζεται πλάγια αριστερά, ενώ ο δεύτερος ήταν ο κεντρικός επιθετικός. Ο Πελέ αγωνιζόταν σε πιο ελεύθερο ρόλο περιφερειακού επιθετικού, στα πορτογαλικά της Βραζιλίας ponta de lança, επιθετικός που όμως γυρίζει και πίσω για δημιουργήσει μία νέα προσπάθεια της ομάδας.

Το τρίο θεωρείται από τα καλύτερα στην ιστορία του αθλήματος και κέρδισε μαζί 19 επίσημους συλλογικούς τίτλους.

Το 1959 ο Πελέ αγωνίστηκε με την πολιτειακή ομάδα του Σάο Πάολο στο Διαπολιτειακό Πρωτάθλημα της Βραζιλίας (Campeonato Brasileiro de Seleções Estaduais), διοργάνωση θεωρούταν η σημαντικότερη της Βραζιλίας μέχρι τότε κατακτώντας τον τίτλο και σημειώνοντας έξι τέρματα.

 

Η Σάντος δεν ήταν ένας από τους μεγαλύτερους συλλόγους της Βραζιλίας όταν ο νεαρός Πελέ πήγε στην ομάδα. Το γήπεδό της Βίλα Μπελμίρο είχε χωρητικότητα μόνο 25.000 θεατές και είχε κατακτήσει μέχρι τότε δύο τίτλους πρωταθλήματος Παουλίστα, το 1955 και ένα στο μακρινό 1935.

Το πρωτάθλημα Παουλίστα κυριαρχόταν από την Κορίνθιανς με 15 τίτλους και τη Σάο Πάολο με 11. Η κατάκτηση του δεύτερου συνεχόμενου τίτλου το 1956 έδειξε ότι ήταν η ανερχόμενη δύναμη του ποδοσφαίρου της χώρας. Ο σύλλογος δεν ήταν οικονομικά εύρωστος, είχε ένα νεανικό και ταλαντούχο σύνολο και η παρουσία του εκκολάπτοντα αστέρα οδήγησε την ομάδα αρχικά στην κορυφή της χώρας με την κατάκτηση του Πρωταθλήματος Παουλίστα το 1958 και του τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο για πρώτη φορά στην ιστορία της το 1959, τίτλο που κατέκτησε άλλες τρεις φορές.

Το 1960, η Σάντος κατακτά το Καμπεονάτο Παουλίστα και πάλι αρχίζοντας μια πενταετή κυριαρχία στο θεσμό, ενώ ο Πελέ ήταν πρώτος σκόρερ για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά με 30 τέρματα σε 33 αγώνες. Όταν ο Πελέ έκλεισε τα 20 χρόνια του είχε σημειώσει συνολικά 355 τέρματα, αριθμός ασύγκριτος με οποιονδήποτε άλλο ποδοσφαιριστή πριν ή μετά από αυτόν.

Τα επιτεύγματα αυτά και μετά τα Παγκόσμια Κύπελλα του 1958 και του 1962, οδήγησαν αρκετές ομάδες του Ευρώπης να προσφέρουν μεγάλα ποσά για να αγοράσουν το εξαιρετικά ταλαντούχο παίκτη με σημαντικότερους διεκδικητές τη Ρεάλ Μαδρίτης, τη Γιουβέντους και τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.

Το πρώτο συμβόλαιό του έληξε εννέα ημέρες μετά τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 και πρώτη η Ίντερ κατάφερε να αποσπάσει την υπογραφή συμβολαίου, αλλά ο Άντζελο Μοράτι (πρόεδρος της Ίντερ 1955–68) αναγκάστηκε να τον απογοητεύσει μετά από επίθεση που υπέστη ο πρόεδρος της Σάντος από εξαγριωμένους οπαδούς, οι οποίοι μάλιστα πυρπόλησαν τα γραφεία του σωματείου.

Ωστόσο, το 1961, η κυβέρνηση του προέδρου Ζάνιου Κουάντρους (έχοντας λάβει μέτρα χαμηλής δημοτικότητας) εκμεταλλεύτηκε τη δημοσιότητα του Πελέ και τον κήρυξε «εθνικό θησαυρό» για να αποφύγει οποιαδήποτε πιθανή μεταγραφή.

Επιπλέον το βραζιλιάνικο πρωτάθλημα ήταν υψηλού επιπέδου τη δεκαετία του 1960 (ίσως και υψηλότερου από τα ευρωπαϊκά) με τους εγχώριους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που αναδείχθηκαν πρωταθλητές κόσμου να αγωνίζονται στη χώρα και σημαντικοί ξένοι όπως οι Ελίας ΦιγκερόαΛουίς ΑρτίμεΛαδισλάο Μαζουρκιέβιτς να μεταγράφονται σε βραζιλιάνικους συλλόγους.

Το 1961 ήταν ίσως η καλύτερη χρονιά στην καριέρα του κερδίζοντας το Πρωτάθλημα Παουλίστα για μία ακόμη φορά, ενώ ο ίδιος ήταν πρώτος σκόρερ με 46 τέρματα (κατά άλλες πηγές 47) σε μόνο 26 αγώνες που συμμετείχε. Η ομάδα σημείωσε 113 τέρματα σε 30 αγώνες πρωταθλήματος (25 νίκες) και σε συνολικά 104 επίσημους και φιλικούς αγώνες 338 τέρματα, 110 από τα οποία του Πελέ.

Σε μία από τις πιο ιστορικές νίκες του συλλόγου απέναντι στη Φλαμένγκο για το Τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο (11 Μαρτίου, 1–7), ο Πελέ ήταν και πάλι πρωταγωνιστής με χατ τρικ. Εκείνη τη χρονιά κυκλοφόρησε και η πρώτη βιογραφία του στη Βραζιλία.

Πελέ και Σάντος ήταν οι πρωταγωνιστές στο Taça Brasil (Τάσα Μπραζίλ, στην κυριολεξία: Κύπελλο Βραζιλίας) που είχε τη θέση του εθνικού πρωταθλήματος της Βραζιλίας από το 1961. Δημιουργήθηκε μετά την εκκίνηση του Κόπα Λιμπερταδόρες, της πρώτης διοργάνωσης που πραγματοποιήθηκε το 1960. Η Βραζιλία δεν είχε μέχρι τότε ισχύον εθνικό πρωτάθλημα συλλόγων και το άθλημα περιοριζόταν σε πολιτειακά πρωταθλήματα και στα Τουρνουά Ρίο – Σάο Πάολο. Ωστόσο, η Βραζιλία έπρεπε να έχει δύο εκπροσώπους για το νέο Κύπελλο της Νότιας Αμερικής, οπότε η Συνομοσπονδία της χώρας ίδρυσε το Taça Brasil, διοργάνωση που είδε τους πολιτειακούς πρωταθλητές τους προηγούμενου έτους να συγκρούονται.

Για την πρώτη διοργάνωση, 16 πρωταθλητές ανταγωνίστηκαν σε διπλούς αγώνες μέχρι τους τελικούς ανά περιοχή. Στη συνέχεια, οι τέσσερις πρωταθλητές ανταγωνίστηκαν για δύο θέσεις στους ημιτελικούς, όπου προκρίνονταν μόνο οι πρωταθλητές από το Ρίο ντε Τζανέιρο και το Σάο Πάολο. Το 1960 η Σάντος αντιμετωπίζει την Μπαΐα στον τελικό. Έχοντας κερδίσει εκτός έδρας με γκολ του Πελέ, επιστρέφει στην έδρα της και χωρίς τον τραυματία αστέρα της χάνει και μαζί και το τίτλο.

Στη διοργάνωση του 1961, ο Πελέ σημείωσε χατ τρικ και η Σάντος πήρε τη ρεβάνς από τη Μπαΐα στον τελικό, μπροστά σε 18.662 θεατές στο Πακαέμπου, μικρό πλήθος σε σύγκριση με εκείνο του πρωταθλήματος Παουλίστα. Ο Πελέ τελείωσε ως κορυφαίος σκόρερ της διοργάνωσης με 9 τέρματα σε πέντε παιχνίδια, ενώ εκείνη τη χρονιά σημείωσε τη δεύτερη καλύτερη επίδοση της καριέρας του με συνολικά 112 τέρματα σε 75 επίσημους και φιλικούς αγώνες.

Η Σάντος στη συνέχεια επιβλήθηκε στη σκηνή της Βραζιλίας, όπου περισσότεροι από 100.000 θεατές συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο Μαρακανά για τον τελικό της χρονιάς του 1962 μεταξύ Σάντος και Μποταφόγκο. Στον αγώνα που διεξήχθη στις 2 Απριλίου, ο Πελέ σκόραρε δύο φορές στο 5–0 με αντίπαλο την ομάδα του Γκαρίντσα. Στη συνάντηση ήταν εντυπωσιακή η ομάδα του κορυφαίου Βραζιλιάνου, σε μία συνάντηση που χαρακτηρίστηκε ο «αγώνας του αιώνα» στη Βραζιλία, καθώς οι δύο τους θεωρούνταν οι ισχυρότερες που είχαν παρουσιαστεί στην ιστορία του αθλήματος της χώρας.

Στον πρώτο αγώνα η Μποταφόγκο είχε νικήσει με 3–1.

 

Η Σάντος ήταν σαρωτική στον διαγωνισμό και κερδίζει τον τίτλο πέντε φορές διαδοχικά μεταξύ 1961 και 1965, επίδοση ρεκόρ που δεν έχει καταρριφθεί ακόμα

Το 1962 ο Πελέ δεν τερμάτισε πρώτος σκόρερ για ένα γκολ λιγότερο. Σημείωσε δύο τέρματα και στα δύο παιχνίδια με τη Μπαΐα την επόμενη χρονιά (1963, 6–0 εντός έδρας και 0–2 εκτός) και το σωματείο κέρδισε και πάλι τον τίτλο.

Ο Πελέ τερμάτισε πρώτος σκόρερ για δεύτερη φορά στη διοργάνωση με 12 γκολ.

Μεταξύ 1961 και 1963 η Σάντος σκόραρε σε 73 συνεχόμενα επίσημα παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις σημειώνοντας 245 τέρματα, από τα οποία 85 ο Πελέ, έχοντας 51 νίκες, 14 ισοπαλίες και 9 ήττες. Η επίδοση είναι η τρίτη καλύτερη όλων των εποχών στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.

Στις 19 Ιανουαρίου 1964 ο Πελέ αντικατέστησε τον τερματοφύλακα ο οποίος είχε αποβληθεί, στον ημιτελικό με την Γκρέμιο. Για περίπου πέντε λεπτά, αφού είχε σημειώσει τρία γκολ και το αποτέλεσμα ήταν 4–3 υπέρ της Σάντος, έπαιξε με τη νούμερο ένα φανέλα και έκανε δύο σωτήριες επεμβάσεις διατηρώντας το μέχρι τότε αποτέλεσμα. Η πρώτη φορά που κλήθηκε να φορέσει τη φανέλα με το νούμερο ένα ήταν σε ένα χαμηλής σημασίας αγώνα πρωταθλήματος της πολιτείας του Σάο Πάολο με αντίπαλο τη Μίνοους Κομέρσιαλ (Minnows Comercial). Έχοντας ήδη σκοράρει, έπαιξε στο τέρμα για 20 λεπτά στο δεύτερο ημίχρονο και δε δέχθηκε γκολ. Χρειάστηκε τέσσερις συνολικά φορές να αγωνιστεί σαν τερματοφύλακας καθώς οι αλλαγές σε επίσημους αγώνες δεν επιτρέπονταν τότε. Σημείωσε χατ τρικ με αντίπαλο την Φλαμένγκο στον τελικό. Συνολικά σημείωσε 33 γκολ σε 30 αγώνες στη διοργάνωση του Taça Brazil.

Το 1962 η ομάδα κέρδισε την πρώτη θέση στον όμιλο της στο Κόπα Λιμπερταδόρες και στον ημιτελικό απέκλεισε την Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα της Χιλής. Στον τελικό αντιμετώπισε την κάτοχο του τίτλου Πενιαρόλ.

Ο Πελέ σκόραρε δύο φορές (30 Αυγούστου, αποτέλεσμα 3–0) σε τρίτο αγώνα που ήταν επαναληπτικός και έγινε στο Μπουένος Άιρες (λόγω επεισοδίων και διακοπής της δεύτερης συνάντησης στη Βραζιλία, σε αυτούς τους δύο αγώνες δεν είχε συμμετάσχει) και η Σάντος έγινε ο πρώτος βραζιλιάνικος σύλλογος που κατέκτησε το τρόπαιο.

Την ίδια χρονιά, ο Πελέ σημείωσε 37 γκολ και ήταν πρώτος σκόρερ και τροπαιούχος με την ομάδα στο Καμπεονάτο Παουλίστα και το Taça Brazil και η Σάντος έγινε η πρώτη ομάδα στην ιστορία που κατέκτησε τρεμπλ.

Το 1963 η Σάντος κέρδισε πάλι το Κόπα Λιμπερταδόρες απέναντι στη Μποταφόγκο στον ημιτελικό (1–1 και 4–0 με χατ τρικ του Πελέ στο Μαρακανά[) και τη Μπόκα Τζούνιορς στον τελικό με δύο νίκες, τη δεύτερη στο Μπουένος Άιρες στις 11 Σεπτεμβρίου με 2–1 με νικητήριο τέρμα του Πελέ.

Η Σάντος έγινε (και παραμένει) η μόνη βραζιλιάνικη ομάδα που κέρδισε τον τίτλο μέσα στην Αργεντινή.

Τις δύο επόμενες χρονιές, ο Βραζιλιάνικος σύλλογος έφτασε μέχρι τους ημιτελικούς του Κόπα Λιμπερταδόρες, ενώ το 1966, το 1967 και το 1969 είχε προκριθεί αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει προτιμώντας τις περιοδείες φιλικών αγώνων ανά τον κόσμο που ήταν οικονομικά πιο προσοδοφόρες.

Ο Πελέ ήταν πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης του 1965 με 8 τέρματα και έκλεισε την πορεία του ως πρώτος σκόρερ στην ιστορία του θεσμού με 17 τέρματα σε 15 συναντήσεις (σύμφωνα με τη FIFA).

Το 1964 και το 1965 ο Πελέ είναι και πάλι πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα Παουλίστα με τον σύλλογο να κατακτά τους τίτλους. Στις 21 Νοεμβρίου 1964, στον αγώνα Σάντος – Μποταφόγκο ντε Ριμπεϊράο Πρέτο (Botafogo de Ribeirão Preto, αποτέλεσμα 11–0), ο Πελέ σκόραρε οκτώ φορές (ένα γκολ με πέναλτι), σημειώνοντας νέο ρεκόρ σε παιχνίδι του πρωταθλήματος Παουλίστα, το οποίο προηγουμένως ανήκε στον Αρτούρ Φριντενράιχ με επτά γκολ και είχε σημειωθεί το 1928. Ο αγώνας ήταν για την 25η αγωνιστική του πρωταθλήματος Παουλίστα και διεξήχθη στη Βίλα Μπελμίρο μπροστά σε 9.437 θεατές. Δεν υπάρχει καταγραφή των γεγονότων σε φιλμ παρά μόνο εικόνες, όπως συχνά συμβαίνει με επιτεύγματα του Βραζιλιάνου. Το αξιοπερίεργο είναι ότι ο αντίπαλος τερματοφύλακας θεωρήθηκε ο καλύτερος παίκτης της ομάδας του και βραβεύτηκε.

Τέσσερα γκολ σημείωσε ο κορυφαίος Βραζιλιάνος σε ένα από τα συγκλονιστικότερα παιχνίδια στην ιστορία του σωματείου το Δεκέμβριο του 1964 με αντίπαλο την Κορίνθιανς στο Πακαέμπου, που έληξε με θρίαμβο της Σάντος με 7–4.

Το 1965 ήταν και η δεύτερη πιο παραγωγική ημερολογιακή χρονιά του σε επίσημους αγώνες έχοντας πετύχει 73 τέρματα, από τα 49 στο πολιτειακό πρωτάθλημα Παουλίστα σε 28 αγώνες, η δεύτερη καλύτερη επίδοσή του στη διοργάνωση.

Νικώντας δύο ισχυρότατες ευρωπαϊκές ομάδες τη Μπενφίκα (1962) και τη Μίλαν (1963) στους τελικούς του Διηπειρωτικού Κυπέλλου συμπεριλαμβανομένης μιας νίκης με σκορ 5–2 εκτός έδρας απέναντι στη Μπενφίκα με χατ τρικ του κορυφαίου βραζιλιάνου, αντιμετώπισε και επιχειρήματα σχετικά με τα πλεονεκτήματα του ποδοσφαίρου της Νότιας Αμερικής.

Το 1961 Σάντος και Μπενφίκα είχαν συναντηθεί στα πλαίσια του τουρνουά του Παρισιού και σε ένα εντυπωσιακό παιχνίδι οι Βραζιλιάνοι νίκησαν με 6–3 με δύο γκολ του Πελέ. Η συνάντηση δε της Λισσαβόνας (11 Νοεμβρίου 1962) ήταν και η πρώτη εμφάνιση σε επίσημο αγώνα του Πελέ σε επίπεδο συλλόγων στην Ευρώπη, οι πρωταθλητές Πορτογαλίας φάνταζαν πανίσχυροι στην έδρα τους ελπίζοντας να ανατρέψουν το πενιχρό προβάδισμα με 3–2 που είχαν οι Βραζιλιάνοι με δύο γκολ του Πελέ στον πρώτο αγώνα αλλά βρέθηκαν να χάνουν με 5–0 μετά από 77 λεπτά αναμέτρησης. Το 0–2 έπειτα από εντυπωσιακή ατομική προσπάθεια που τη χαρακτήριζε η μεγάλη ταχύτητα και το άψογο τελείωμα θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα γκολ της σταδιοδρομίας του

Ο Πελέ δήλωσε ότι ήταν το καλύτερο παιχνίδι της καριέρας του. Ο τερματοφύλακας της Μπενφίκα, Κόστα Περέιρα, είπε μετά το παιχνίδι: «Έφτασα ελπίζοντας να σταματήσω έναν σπουδαίο άνθρωπο, αλλά έφυγα πεπεισμένος ότι είχα νικηθεί από κάποιον που δεν γεννήθηκε στον ίδιο πλανήτη με τους υπόλοιπους από εμάς». Η νίκη αυτή ήρθε στον εορτασμό των 50 χρόνων της ομάδας, η οποία κέρδισε παγκόσμιο θαυμασμό θεωρούμενη ως όχι μόνο η καλύτερη του κόσμου αλλά και στις καλύτερες όλων των εποχών, βασιζόμενη στην αρχή «αν οι αντίπαλοι βάλουν ένα γκολ, εμείς θα βάλουμε τρία».

Με αυτό το τρόπαιο η Σάντος έγινε ο πρώτος σύλλογος στην ποδοσφαιρική ιστορία που κατέκτησε τέσσερις επίσημους τίτλους σε μία χρονιά. Η γαλλική εφημερίδα L’Équipe τη σύγκρινε με τη Ρεάλ Μαδρίτης των προηγούμενων ετών και τη Χόνβεντ Βουδαπέστης των αρχών της δεκαετίας του 1950, ο δε Βιττόριο Πότσο, προπονητής της δύο φορές πρωταθλήτριας κόσμου Ιταλίας δήλωσε ότι «αυτή η ομάδα είναι αήττητη και μόνο σε φιλικό αγώνα θα μπορούσε να χάσει, ενώ με τον Πελέ σε τέτοια φόρμα, η ομάδα δεν έχει καμία σχέση».

Το 1963 ο Πελέ σημείωσε τα δύο γκολ στο Μιλάνο (16 Οκτωβρίου, ήττα με 4–2) αλλά τραυματίστηκε και δεν έπαιξε στον επαναληπτικό που κρίθηκε στην παράταση υπέρ των λατιναμερικάνων. Έχοντας πετύχει 7 τέρματα παραμένει πρώτος σκόρερ στην ιστορία του Διηπειρωτικού Κυπέλλου. Στα δύο αυτά χρόνια ο Πελέ κατέκτησε 9 από τους 10 συλλογικούς τίτλους που η ομάδα συμμετείχε χάνοντας μόνο το Πρωτάθλημα Παουλίστα του 1963. Σημείωσε 172 τέρματα σε 124 αγώνες μεταξύ του Ιανουαρίου του 1961 και του Δεκεμβρίου του 1962, ενώ μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου του 1962 σκόραρε σε 20 διαδοχικά παιχνίδια συμπεριλαμβανομένων φιλικών.

 

Η κατάκτηση της πρωτιάς του κόσμου σε συλλογικό επίπεδο ήρθε με τον Πελέ στην καλύτερη φόρμα της καριέρας του, κάτι που δεν έχει γίνει ευρέως ιστορικά γνωστό. Η χρυσή εποχή του Πελέ και της Σάντος προηγήθηκε της εποχής των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης και η πρόσβαση του υπολοίπου κόσμου ήταν εξαιρετικά περιορισμένη.

Ο Πελέ βρίσκεται στην κορυφή της ιστορίας του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, ωστόσο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πρόοδο της ομάδας, σε βαθμό που αυτή να αποκαλείται «Η Σάντος του Πελέ» (ισπανικάEl Santos de Pelé). Μιας ομάδας όπου ο σεβασμός στα συστήματα και ο συντονισμός των αμυντικών κινήσεων ήταν δευτερεύοντα με το θέαμα να είναι ο κύριος στόχος. Ο χαρακτηρισμός «λευκό μπαλέτο» (πορτογαλικάΟ Balé Branco) που της δόθηκε προέρχονταν από τις περίτεχνες ενέργειες των ποδοσφαιριστών της και τους εντυπωσιακούς συνδυασμούς τους.

Η ομάδα διατήρησε τον ίδιο προπονητή από το 1954 έως το 1966 (Λούλα – από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν το σύστημα 4–2–4), τον καλύτερο Βραζιλιάνο τερματοφύλακα (Ζιλμάρ), και σημαντικούς παίκτες σε όλες τις γραμμές, όπως τους Ζίτο και τους Κλοντοάλντο και Κάρλος Αλμπέρτο Τόρες από το 1966. Τη διετία 1966–67 η αποχώρηση της πρώτης γενιάς πρωταγωνιστών έφερε επανακαθορισμό του τρόπου παιχνιδιού της ομάδας με ενίσχυση της άμυνας, γεγονός που σταδιακά ελάττωσε την παραγωγικότητα του Πελέ αλλά αύξησε τη δημιουργικότητά του. Τα δύο αυτά χρόνια υπήρξε κάμψη γνωρίζοντας τη μεγαλύτερη ήττα του από την Κρουζέιρο στον τελικό του πρωταθλήματος με 6–2.

Οι περιοδείες της Σάντος

Χρησιμοποιώντας τη φήμη και τα επιτεύγματά της αλλά κυρίως διαθέτοντας στις τάξεις της το «βασιλιά» του αθλήματος, η Σάντος ταξίδεψε σε όλες τις ηπείρους αντιμετωπίζοντας πολυάριθμες ομάδες σε φιλικές συναντήσεις. Πριν εισαχθούν οι ηπειρωτικοί διαγωνισμοί, ήταν συνηθισμένο για μεγάλες ομάδες να περιοδεύσουν σε άλλες χώρες. Στην πρώτη περιοδεία του 1959 η ομάδα έπαιξε 14 παιχνίδια σε 42 ημέρες στην Κεντρική και Νότια Αμερική με τον Πελέ να σημειώνει 15 γκολ. Η δημοφιλία του Βραζιλιάνου παίκτη αυξήθηκε κατακόρυφα σε όλο τον πλανήτη. Οι σημαντικότεροι σύλλογοι των χωρών αυτών αγωνιζόταν σε αυτές τις συναντήσεις στοχεύοντας πάντα στη νίκη απέναντι στη μεγάλη αντίπαλο του κορυφαίου ποδοσφαιριστή του κόσμου. Για πολλές από αυτές τις ομάδες και τους παίκτες τους η επιτυχής αντιμετώπισή του ήταν μέχρι και η σημαντικότερη στιγμή στην καριέρα τους. Σε ορισμένα δε από αυτά υπήρχε σκληρή αντιμετώπιση, ενώ συχνά συνέβαινε τα παιχνίδια αυτά να είναι κάθε δεύτερη μέρα για τη Σάντος χωρίς περιθώρια ξεκούρασης

Στη δεύτερη περιοδεία του 1959 που ξεκίνησε στη Βουλγαρία έπαιξε σε 22 αγώνες σε 14 χώρες αποκομίζοντας 13 νίκες, 5 ισοπαλίες και 4 ήττες, σε διάστημα ενάμισι μηνός. Ο Πελέ σημείωσε 23 τέρματα. Απέναντι στις ευρωπαϊκές ομάδες, ο Πελέ πέτυχε 204 τέρματα σε 195 εμφανίσεις, έχοντας αναλογία γκολ ανά αγώνα 1,05, υψηλότερο από το μέσο όρο του συνόλου των φιλικών συναντήσεων (0,95) αλλά και των επίσημων αγώνων (0,92). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συνάντηση με τη Ρεάλ Μαδρίτης το 1959, τότε τέσσερις φορές πρωταθλήτρια Ευρώπης που έγινε στο Σαντιάγκο Μπερναμπέου μπροστά σε 110.000 θεατές και έληξε με 5–3 υπέρ της «βασίλισσας» της Ευρώπης του Αλφρέδο Ντι Στέφανο (που δεν σημείωσε γκολ, ο Πελέ ένα). Μετά τον αγώνα ο πρόεδρος της Ρεάλ έκανε πρόταση (την πρώτη από τις τρεις) στον Βραζιλιάνο βλέποντάς τον ως διάδοχο του 33χρονου Ντι Στέφανο αλλά ο Πελέ αρνήθηκε.

Οι εντυπωσιακές του εμφανίσεις στη Γαλλία την ίδια χρονιά οδήγησαν την L’Équipe να γράψει ότι «Έχουμε δει τώρα το ανώτατο έργο τέχνης. Ο Πελέ διεισδύει στους αντιπάλους του, όπως η νοβοκαΐνη μέσα στους ιστούς ενός άρρωστο». Ο σύλλογος επισκέφθηκε πολυάριθμες χώρες χωρίς ποδοσφαιρική παράδοση και πολλές υποανάπτυκτες συμμετέχοντας και σε διεθνή τουρνουά στα πλαίσια προετοιμασίας των ομάδων εν όψει των υποχρεώσεών τους. Οι περιοδείες αυτές ήταν οικονομικά προσοδοφόρες για το σωματείο που πληρώνονταν με χαμηλότερα ποσά (έως και πέντε φορές) αν δεν συμμετείχε ο κορυφαίος αστέρας της και έτσι μπόρεσε να τον διατηρήσει στις τάξεις της και υλικά ικανοποιημένο.

Αξιομνημόνευτο είναι το φιλικό παιχνίδι στα πλαίσια διεθνούς τουρνουά στη Χιλή, όπου η Σάντος αντιμετώπισε τη δευτεραθλήτρια κόσμου Εθνική Τσεχοσλοβακίας στις 16 Ιανουαρίου 1965 μπροστά σε 80.000 θεατές που απόλαυσαν ένα εντυπωσιακό θέαμα στη νίκη του βραζιλιάνικου συλλόγου με 6–4 με τρία γκολ του Πελέ. Σε φιλικό αγώνα της Εθνικής Βραζιλίας απέναντι στη Δυτική Γερμανία (1963) οκτώ από την ενδεκάδα της εθνικής ήταν παίκτες της Σάντος, ενδεικτικό της ισχύος της ομάδας.

 

Το καλοκαίρι του 1961, τα μέλη της Σάντος κάνουν το υπερατλαντικό ταξίδι και έρχονται στην Ευρώπη για μια σειρά φιλικών αγώνων. Ο Πελέ είχε τραυματιστεί σε φιλικό αγώνα στο Μεξικό και δεν ταξίδεψε με την ομάδα, η οποία κέρδισε τη Μπάγερν Μονάχου με 3–2 αλλά το γήπεδο ήταν γεμάτο κατά το ήμισυ και οι διαμαρτυρίες των αντιπάλων συλλόγων έντονες για την απουσία του κορυφαίου ποδοσφαιριστή, ο οποίος κέρδισε στο μεταξύ χρόνο θεραπείας και ενσωματώθηκε στην ομάδα. Στην Ιταλία η Σάντος προσκλήθηκε για να γιορτάσει την 100ετή επέτειο ενοποίησης της Ιταλίας. Μπροστά από 60.000 άτομα, νίκησαν την πρωταθλήτρια Γιουβέντους με 2–0 στο Τορίνο, ενώ τρεις ημέρες αργότερα τη Ρόμα στο Ολυμπιακό Στάδιο με 5–0 με 80.000 θεατές. Τρεις ημέρες αργότερα, η Ίντερ έχασε και αυτή καθαρά με 4–1 μπροστά σε 110.000 θεατές. Ο Πελέ σημείωσε τέσσερα γκολ κατά των ιταλικών ομάδων.

Δεν έχασε και από καμία άλλη: ΒασιλείαΒόλφσμπουργκΑντβέρπΡασίνγκ Παρί (δύο φορές), ΛιόνΕθνική ΙσραήλΚαρλσρούη, Μπενφίκα. Οι εντυπωσιακές του εμφανίσεις οδήγησαν τον γαλλικό τύπο να τον χαρακτηρίσει ως «βασιλιά του ποδοσφαίρου» πριν κλείσει τα 21 του χρόνια (αν και η πρώτη απόδοση του χαρακτηρισμού «βασιλιάς» ήταν το 1958 μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο από το γαλλικό περιοδικό Paris Match).

Ένας από τους σταθμούς της Σάντος, θα γίνει αργότερα και η Ελλάδα και στις 27 Ιουνίου η βραζιλιάνικη ομάδα προσγειώθηκε στο Αεροδρόμιο του Ελληνικού. Δίνει τρεις φιλικούς αγώνες νικώντας την Α.Ε.Κ. με 3–0 (ένα γκολ του Πελέ) και τον Π.Α.Ο. με 3–2 (ένα γκολ του Πελέ), ενώ χάνει (μετά από 16 αγώνες) από τον Ολυμπιακό στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας με 2–1. Η επιτυχία, έμελλε να συνοδεύει τον Ολυμπιακό στο πέρασμα των χρόνων, αφού έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του, μέσω του ύμνου της ομάδας.

Ο ενθουσιασμός των φιλάθλων με την παρουσία του Πελέ οδηγούσε συχνά σε εκδηλώσεις υπερβολής, καθώς η φήμη του τον είχε καταστήσει ως το μεγαλύτερο είδωλο στην ιστορία του αθλήματος νωρίς κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Στην πατρίδα του με κάθε σειρά από νέες φανέλες για την ομάδα, ο σύλλογός του έχει παραγγείλει 20 επιπλέον φανέλες με τον αριθμό δέκα – με τον οποίο αγωνιζόταν. Μετά τα περισσότερα παιχνίδια, οι οπαδοί έκλεβαν τη φανέλα ως αναμνηστικό.

Στις 25 Ιανουαρίου 1962 σε φιλικό αγώνα με την Αλιάνσα Λίμα στο Περού ο προπονητής αντικατέστησε τον Πελέ στο ημίχρονο, αλλά οι επιθετικές αποδοκιμασίες των Περουβιανών φιλάθλων τον υποχρέωσαν να τον επαναφέρει γρήγορα στον αγωνιστικό χώρο. Ένα πρωί στο αεροδρόμιο του Καράκας η ομάδα του έπρεπε να περιμένει τέσσερις ώρες μέσα στο αεροπλάνο μέχρι να αποσυρθούν οι φίλαθλοι επαρκώς για να αποβιβαστεί. Στο Μιλάνο, ένα πλήθος αλληλοσυγκρούστηκε για να τον δει από κοντά, ενώ ο Πελέ κρυβόταν πίσω από έναν μεγάλο στύλο φοβισμένος, περιμένοντας την ευκαιρία να τρέξει σε ένα αυτοκίνητο. Στην Ακτή Ελεφαντοστού 15.000 Αφρικανοί σχημάτισαν ανθρώπινη αλυσίδα στο δρόμο από το αεροδρόμιο προς την πόλη του Αμπιτζάν, πανηγυρίζοντας έξαλλα καθώς ο ήρωάς τους πέρασε σε ένα ανοικτό αυτοκίνητο, κρατώντας τα χέρια του πάνω από το κεφάλι θριαμβευτικά. Σε περιοδεία της Σάντος το 1968 στη Νότια Αμερική είναι μέχρι εκείνη τη στιγμή 1–1, όταν ο διαιτητής του φιλικού αγώνα με την Ολυμπιακή ομάδα της Κολομβίας επικυρώνει γκολ για την Κολομβία παρά το προφανές οφσάιντ, οι διαμαρτυρίες των Βραζιλιάνων έχουν ως αποτέλεσμα την αποβολή δύο από αυτών, με το δεύτερο να είναι ο Πελέ. Οι εξαγριωμένοι φίλαθλοι πετούν ότι βρίσκουν μπροστά τους προς το διαιτητή φωνάζοντας ότι πλήρωσαν για να τον δουν να παίζει. Ο διαιτητής υπό αστυνομική προστασία έφυγε από τον αγωνιστικό χώρο και με την απειλή επέκτασης των επεισοδίων το παιχνίδι επαναρχίζει με νέο διαιτητή και τον Πελέ να αγωνίζεται κανονικά ξανά. Ο αγώνας έληξε με 4–2 υπέρ της Σάντος με το τελευταίο τέρμα από τον Πελέ. Στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο στις 5 Σεπτεμβρίου 1972 υπήρχαν σοβαρές αναταραχές και άρματα μάχης στους δρόμους στο φιλικό παιχνίδι με την εθνική ομάδα της χώρας. Αλλά η αντιπροσωπεία δεν προέβλεψε την αντίδραση του πλήθους στο γκολ του Πελέ στο 43ο λεπτό. Οι θαυμαστές εισέβαλαν στο γήπεδο και γύριζαν στους δρόμους της πόλης μεταφέροντας τον Βραζιλιάνο στους ώμους τους. Θα χρειαστεί αρκετή ώρα για να σωθεί και ο αγώνας να τελειώσει εκεί.

 

Το 1969 στη δεύτερη από τις τρεις περιοδείες στην Αφρική, οι δύο παρατάξεις που πολεμούσαν στον εμφύλιο πόλεμο στη Νιγηρία συμφώνησαν σε 48ωρη εκεχειρία για να δουν το παιχνίδι της Σάντος σε ένα φιλικό στο Λάγος με τη Νιγηριανή ομάδα Stationary Stores FC που διεξήχθη στις 26 Ιανουαρίου. Τον αγώνα παρακολούθησαν 25.000 θεατές και έληξε ισόπαλος 2–2 με δύο τέρματα του Πελέ. Η ακριβής τεκμηρίωση των γεγονότων αποτελεί δύσκολη υπόθεση λόγω της κατάστασης της χώρας εκείνη την εποχή και την έλλειψη επαρκούς αρχειακού υλικού. Παρά τη δημοσίευση του γεγονότος σε μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης αρκετά χρόνια αργότερα, υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατάπαυση του πυρός ίσως να αφορούσε το φιλικό αγώνα της Σάντος με την Εθνική Νιγηρίας που διεξήχθη στο Μπενίν, κοντά στα σύνορα με τη Μπιάφρα, στις 4 Φεβρουαρίου (λίγες μέρες αργότερα και απρογραμμάτιστα) και που έληξε με νίκη της βραζιλιάνικης ομάδας με 2–1 χωρίς ο Πελέ να σκοράρει. Η εκεχειρία έγινε για να έχουν την ευκαιρία να τον παρακολουθήσουν όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα στον πρώτο αγώνα του Λάγος συμπεριλαμβανομένων των κατοίκων της αποκλεισμένης περιοχής. Η δεύτερη άποψη είναι αυτή που υπάρχει και ως επίσημη στην ιστοσελίδα της Σάντος. Ο ιστορικός του συλλόγου Guilherme Nancimento υποστηρίζει ότι το 1969 είχε προηγηθεί βραχύβια κατάπαυση του πυρός στα σύνορα μεταξύ Δημοκρατίας του Κονγκό και Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό για τη μεταφορά της ομάδας υπό προστασία από τη μία πρωτεύουσα στην άλλη, γεγονός ελάχιστα γνωστό σε σχέση με τον εμφύλιο της Νιγηρίας. Τα στοιχεία αυτά ήταν η εντυπωσιακότερη μαρτυρία ότι η φιγούρα του Πελέ ξεπέρασε τα αθλητικά όρια περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον αθλητή στον πλανήτη, εισάγοντας στην ιστορία ένα από τα μεγαλύτερα είδωλα.

Τα τελευταία χρόνια

Το 1968 η Σάντος είναι ξανά στην κορυφή με την κατάκτηση του πρωταθλήματος Παουλίστα με τον Πελέ να σημειώνει 17 τέρματα και συνολικά 55 σε 73 συναντήσεις, πέφτοντας σε αναλογία τερμάτων ανά αγώνα κάτω από το 1,00. Η ομάδα κατέκτησε και το τουρνουά Ρομπέρτο Γκόμες Πεδρόσα (Torneio Roberto Gomes Pedrosa ή ακόμα γνωστό ως Τάσα ντε Πράτα – Taça de Prata ) που αντικατέστησε το τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο και το Taça Brazil έχοντας ρόλο εθνικού πρωταθλήματος νικώντας στον τελικό τη Βάσκο ντα Γκάμα με 2–1 με νικητήριο γκολ του Πελέ. Στα τέλη του 1968 η ΟΥΕΦΑ και η Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία Νοτίου Αμερικής (CONMEBOL) δημιούργησαν το Διηπειρωτικό Σούπερ Κύπελλο (Intercontinental Supercup), μίας διοργάνωσης που συγκέντρωσε τους νικητές του Διηπειρωτικού Κυπέλλου από την έναρξη της διοργάνωσης. Το τουρνουά διεξήχθη σε δύο φάσεις με πρώτες τις συναντήσεις μεταξύ των συλλόγων της Νότιας Αμερικής. Με ένα γκολ από τον Πελέ η Σάντος νίκησε τη Ράσινγκ με 2–0 τον Νοέμβριο του 1968 και μετά την Πενιαρόλ στο Μαρακανά, έδρα που συχνά χρησιμοποιούσε η Σάντος σε τέτοιου επιπέδου συναντήσεις. Στις επαναλήψεις η Σάντος νίκησε τη Ρασίνγκ και έχασε από την Πενιαρόλ αλλά προκρίθηκε στον τελικό. Στην ευρωπαϊκή πλευρά, η Ρεάλ Μαδρίτης, αρνήθηκε τη συμμετοχή αφήνοντας την Ίντερ για τον τελικό. Η τελευταία συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο στις 24 Ιουνίου 1969 και βρίσκει νικητή με 1–0 και σούπερ τροπαιούχο το βραζιλιάνικο σύλλογο. Η διοργάνωση δεν είχε συνέχεια στο μέλλον, αν και την επόμενη χρονιά διοργανώθηκε ξανά, και ο Πελέ σημείωσε δύο γκολ.

Στις 27 Μαΐου 1971, στο Στάδιο Λουζνικί της Μόσχας, συμμετείχε στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του Λεβ Γιασίν, τον οποίο θεωρούσε «μεγάλο τερματοφύλακα και άνθρωπο με μεγάλη γενναιοδωρία» θεωρώντας τον το «για πάντα νούμερο ένα». Το 1973 κέρδισε τον τελευταίο τίτλο με τη Σάντος, το πρωτάθλημα Παουλίστα με περιπετειώδη τρόπο μοιράζοντας τον με τη Πορτουγκέσα, ενώ ο ίδιος αναδείχθηκε για 11η φορά πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος. Στις 4 Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς σημείωσε ένα από τα ωραιότερα γκολ του με αντίπαλο την Πορτουγκέσα (3–2). Την ίδια χρονιά αναδείχθηκε καλύτερος ποδοσφαιριστής στη Νότια Αμερική στο νεοσύστατο τότε βραβείο που διοργάνωσε η εφημερίδα El Mundo της Βενεζουέλας. Στις 19 Δεκεμβρίου του 1973 συμμετείχε στον αποχαιρετηστήριο αγώνα προς τιμή του Γκαρίντσα σημειώνοντας ένα από τα δύο γκολ της Βραζιλίας στη νίκη της επί της Μικτής Κόσμου με 2–1. Με τον τέως συμπαίκτη του συνδεόταν με φιλία και αλληλοσεβασμό.

Το 1974, μετά από 19 χρόνια με τη Σάντος, ο Πελέ αποφάσισε να αποσυρθεί από το ποδόσφαιρο έχοντας κερδίσει 10 τίτλους Πρωταθλήματος Παουλίστα, έξι Πρωταθλήματα Βραζιλίας στη σειρά από το 1961 ως 1965 (με τη μορφή του Taça Brazil που είχε αυτό το ρόλο) και ένα το 1968 με τη μορφή του τουρνουά Ρομπέρτο Γκόμες Πεντρόσα, τρία τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο, δύο Κόπα Λιμπερταδόρες, δύο Διηπειρωτικά Κύπελλα και ένα Σούπερ Διηπειρωτικό Κύπελλο.

Τα τελευταία του δύο γκολ του για την ομάδα τα σημείωσε στις 22 Σεπτεμβρίου 1974 απέναντι στη Γκουαρανί (2–2) για το πρωτάθλημα Παουλίστα.[248] Το τελευταίο παιχνίδι του με την ομάδα ήταν στην έδρα της απέναντι στην Πόντε Πρέτα για το πρωτάθλημα Παουλίστα στις 2 Οκτωβρίου 1974 που έληξε με νίκη της γηπεδούχου με 2–0. Ο Πελέ έπαιξε 21 λεπτά εξαιτίας ενός μικρού τραυματισμού, και αποχώρησε αποθεώμενος από τους 20.258 θεατές της συνάντησης.

Σε ατομικό επίπεδο είχε 11 πρωτιές ως κορυφαίου σκόρερ του πρωταθλήματος Παουλίστα, επίδοση που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ, ενώ κατέχει τις τέσσερις καλύτερες επιδόσεις στην ιστορία του θεσμού, ο μόνος που ξεπέρασε τα 40 τέρματα σε μία χρονιά.

Μεταξύ 1957 και 1970, ήταν κορυφαίος σκόρερ σε έξι διαφορετικές διοργανώσεις, στο Πρωτάθλημα Παουλίστα, το τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο, το Taça Brazil, το Κόπα Λιμπερταδόρες, το Διηπειρωτικό Κύπελλο και το Πρωτάθλημα Ένοπλων Δυνάμεων της Βραζιλίας. Σε τρεις περιπτώσεις, ήταν πρώτος σκόρερ περισσότερες από μία φορές.

Σημείωσε 643 τέρματα σε 659 επίσημους αγώνες (660 σύμφωνα με την ανακοίνωση της RSSSF – 2021) με τη Σάντος, ρεκόρ κόσμου για παίκτη σε ένα σύλλογο σύμφωνα με τη FIFA που καταρρίφθηκε το 2020.

Συμπεριλαμβανομένων των φιλικών αγώνων το γενικό σύνολο σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του συλλόγου είναι 1.091 τέρματα από οποία τα 567 σε αγώνες πρωταθλημάτων με 467 στο Πρωτάθλημα Παουλίστα.

Η RSSSF αναγνωρίζει ως σύνολο τερμάτων τα 1.089. Το σύνολο των αγώνων με το βραζιλιάνικο σύλλογο ήταν 1.116 παιχνίδια, όμως μόνο 210 από αυτά ήταν στο γήπεδο της Σάντος, το Βίλα Μπελμίρο μεταφέροντας τα πιο σημαντικά της παιχνίδια στα μεγάλα γήπεδα της χώρας.

Ήταν πρώτος σκόρερ της ομάδας σε 16 από τις 18 χρονιές τις οποίες αγωνίστηκε. Η αποχώρηση του Πελέ ακολουθήθηκε από σοβαρή εξασθένηση της ομάδας: την τελευταία τετραετία της παρουσίας του (1971–74), η Σάντος ήταν κατά μέσο όρο στην τρίτη θέση του Καμπεονάτο Παουλίστα (και ένας τίτλος) και στην έκτη θέση του Καμπεονάτο Μπραζιλέιρο. Την επόμενη τετραετία (1975–78), έπεσε κατά μέσο όρο στην έβδομη θέση του Καμπεονάτο Παουλίστα και μόλις στην 23η θέση του Καμπεονάτο Μπραζιλέιρο

Τα καλύτερα γκολ

Σύμφωνα με τον ίδιο τον Πελέ, το καλύτερο γκολ του ήταν αυτός που σημείωσε στο στάδιο Ρουά Ζαβαρί (Rua Javari, επίσημη ονομασία Estádio Conde Rodolfo Crespi) στις 2 Αυγούστου 1959 σε έναν αγώνα του πρωταθλήματος Παουλίστα με αντίπαλο την Ατλέτικο Γιουβέντους παρουσία 5.000 περίπου θεατών. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία οπτική καταγραφή αυτού του παιχνιδιού, παρά μόνο λίγες φωτογραφίες, το γκολ ανακατασκευάστηκε με κινούμενη εικόνα υπολογιστή κατόπιν αιτήματος του ίδιου του Πελέ

Μέχρι τη στιγμή της επίτευξης του τέρματος ο Πελέ προκαλούνταν από τους οπαδούς των αντιπάλων μέχρι την επίτευξη του αριστουργηματικού τέρματος. Μετά το γκολ, «ο βασιλιάς» πανηγύρισε με μια σφιχτή γροθιά του ενός χεριού του στον αέρα, ένας τρόπος εορτασμού που από τότε καθιέρωσε. Προς τιμή του γκολ αυτού τον Αύγουστο του 2006 τοποθετήθηκαν μία προτομή και μία πλάκα έξω από το Ρουά Ζαβαρί.

Στις 5 Μαρτίου του 1961, ο Πελέ σημείωσε το λεγόμενο «γκολ ντε πλάκα» (Gol de placa – τέρμα για πλακέτα): ένα γκολ εναντίον της Φλουμινένσε στο 41ο λεπτό της συνάντησης του Τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο, που θεωρήθηκε τόσο εντυπωσιακό που τοποθετήθηκε μία πλάκα με αφιέρωση ως το πιο όμορφο τέρμα που σημειώθηκε ποτέ στο στάδιο Μαρακανά. Ήταν μια ατομική προσπάθεια του Βραζιλιάνου διάρκειας άνω του ενός λεπτού που διέσχισε απόσταση σχεδόν 70 μέτρων, ξεπέρασε έξι αντιπάλους προτού αποφύγει και τον τερματοφύλακα και ευστόχησε, μία εντυπωσιακή αλληλουχία που προκάλεσε μια μόνιμη επευφημία διάρκειας σχεδόν δύο πλήρων λεπτών από όλους τους θεατές που ήταν παρόντες, ακόμη και από τους αντιπάλους, σε ένα φαινόμενο που δεν είχε παρατηρηθεί προηγούμενα στο Μαρακανά. Ήταν το 1–0 στον αγώνα και το 371ο τέρμα του θρυλικού ποδοσφαιριστή. Ο αγώνας έληξε με 3–1 υπέρ της Σάντος. Και αυτό το γκολ σημειώθηκε χωρίς τηλεοπτική καταγραφή.

Τον Απρίλιο του 1975 ταξίδευσε στη Βηρυτό για να συμμετάσχει σε φιλικό αγώνα μεταξύ της Nejmeh και μιας ομάδας του Λιβάνου με επίλεκτους παίκτες πρώτης εθνικής της χώρας. Όταν έφτασε ο Πελέ, πλήθη μπλοκάρουν τους δρόμους για να τον δουν. Την ημέρα του παιχνιδιού, 40.000 θεατές γέμισαν το γήπεδο από νωρίς το πρωί. Στον αγώνα ο Βραζιλιάνος σημείωσε δύο γκολ. Το παιχνίδι του Πελέ στο Λίβανο θεωρείται μία από τις κορυφαίες στιγμές του λιβανέζικου ποδοσφαίρου. Μια εβδομάδα αργότερα ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος.

Νιου Γιορκ Κόσμος

Το 1975 και ενώ είχε αποσυρθεί για οκτώ μήνες από το ποδόσφαιρο, ο Πελέ επέστρεψε στα γήπεδα με τη Νιου Γιορκ Κόσμος – συμφωνία που υπογράφηκε στις Βερμούδες και ανακοινώθηκε στις 10 Ιουνίου, η οποία του προσέφερε, με την έγκριση της κυβέρνησης της Βραζιλίας, σύμβαση ύψους περίπου 4,7 εκατομμυρίων δολαρίων για τρία χρόνια (σε ισοτιμίες του 2022 περίπου 25 εκατομμύρια δολάρια). Η Warner Communications, ιδιοκτήτης του συλλόγου, ήθελε τον Πελέ, όχι μόνο για τις τεχνικές του ικανότητες, αλλά περισσότερο για να προωθήσει το ποδόσφαιρο στη Βόρεια Αμερική και απέκτησε μια σειρά εξαιρετικών και διεθνώς καταξιωμένων παικτών μαζί με τον Πελέ, όπως τους Φραντς ΜπεκενμπάουερΚάρλος Αλμπέρτο Τόρες και Τζόρτζιο Κινάλια.

Ο γενικός διευθυντής του ομίλου προκειμένου να τον πείσει του είπε ότι αν έρθει στο σύλλογο θα κερδίσει μία χώρα, ενώ αν πάει στην Ιταλία ή την Ισπανία το μόνο που θα κατακτήσει είναι ένας τίτλος. Αυτή δεν ήταν η πρώτη πρόταση από τις Ηνωμένες Πολιτείες που είχε δεχθεί ο Βραζιλιάνος. Είχε προηγηθεί πρόταση στα τέλη του 1966 μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του προέδρου του Νορθ Αμέρικαν Σόκερ Λιγκ (North American Soccer League, NASL) προς τον παίκτη κατά τη διάρκεια περιοδείας της Σάντος στη χώρα και το ενδιαφέρον ήταν αναμενόμενο εν όψει της πρώτης έναρξης του αμερικανικού πρωτάθληματος το 1967. Την πρόταση την είχε τότε απορρίψει ο Πελέ τονίζοντας ότι δεν σκόπευε να παίξει σε άλλο σύλλογο πλην της τότε ομάδας του.

Άλλη μια απόπειρα από την αμερικανική ομάδα είχε γίνει το 1971 όταν η Σάντος ήταν σε περιοδεία στη Τζαμάικα, αλλά και πάλι ο Βραζιλιάνος είχε αρνηθεί. Το 1975 όμως ο Πελέ διαπίστωσε ότι βρισκόταν σε οικονομικό αδιέξοδο μιας και τα χρήματα που είχε κερδίσει από την καριέρα του και είχαν επενδυθεί είχαν χαθεί και η επιστροφή στην ενεργό δράση κρινόταν αναγκαία Είχε βιώσει δύο φορές την οικονομική καταστροφή. Την πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τη δεύτερη μετά την πρώτη αποχώρησή του το 1974 λόγω κακής διαχείρισης και αποτυχημένων επενδύσεων από τρίτους των κερδών του.

Στη μεταγραφή υπήρχε ένας απροσδόκητος αντίπαλος: ο στρατηγός Ερνέστο Γκαϊζέλ, τότε Πρόεδρος της Βραζιλίας. Ο αρχηγός της στρατιωτικής δικτατορίας δεν έχει ξεχάσει την άρνηση του Πέλε να συμμετάσχει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 και δεν ήθελε να δει τον θρύλο του ποδοσφαίρου να εγκαταλείπει τη χώρα για να αγωνιστεί. Η παρέμβαση του ποδοσφαιρόφιλου υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. Χένρυ Κίσινγκερ ήταν απαραίτητη για την επίλυση της διαφωνίας.

 

Ο Πελέ έκανε το ντεμπούτο του με την ομάδα στις 15 Ιουνίου 1975 σε φιλικό αγώνα με την Ντάλας Τορνέιντο (2–2) μπροστά σε 21.278 θεατές, ένα παιχνίδι στο οποίο σκόραρε ένα γκολ και ήταν δημιουργός του άλλου. Η έδρα της ομάδας, το «Ντάουνινγκ Στέντιουμ», μεταξύ Κουίνς και Μανχάταν, ήταν σε κακή κατάσταση, είχε τόσο λίγο χορτάρι που χρειάστηκε πράσινο σπρέι ώστε τηλεοπτικά η εικόνα (το «CBS» μετέδωσε το ντεμπούτο) να μην είναι τόσο αποκαρδιωτική. Ο αγώνας μεταδόθηκε συνολικά σε 22 χώρες και 300 δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο βρέθηκαν στο γήπεδο, όταν μέχρι τότε οι εφημερίδες και τα κανάλια στις Ηνωμένες Πολιτείες έστελναν στο ποδόσφαιρο μόνο νεαρούς.

Το ποδόσφαιρο στις Η.Π.Α. περιγράφονταν μέχρι τότε με μία και μόνο λέξη: αποτυχία. Το πρωτάθλημα του NASL δεν μάζευε μερικές φορές ανά αγώνα πάνω από δεκάδες ή εκατοντάδες άτομα και έφτανε με δυσκολία τις λίγες χιλιάδες όταν επρόκειτο για κάποιο «σημαντικό» παιχνίδι, μεταξύ ποδοσφαιριστών που ήταν (ουσιαστικά) ερασιτέχνες. Το άθλημα είχε πολιτιστική σημασία μόνο για τις εθνότητες και τους μετανάστες που κατοικούσαν στην Αμερική, αλλά καμία σημασία για τους ίδιους τους Αμερικανούς. Ακόμα και η ομάδα της Νέας Υόρκης που ήταν πρωταθλήτρια το 1972 δεν συγκέντρωνε τότε περισσότερους από 3.000 φιλάθλους, ενώ ο μέσος όρος το 1974 ήταν 3.578 φίλαθλοι.

Κατά την πρώτη δημόσια εμφάνισή του στη Βοστώνη, ο Πελέ τραυματίστηκε από πλήθος οπαδών που τον είχαν περιβάλλει και μεταφέρθηκε με φορείο. Το παράδειγμα μεταγραφής στις ΗΠΑ του Βραζιλιάνου ακολούθησαν και άλλοι μεγάλοι ποδοσφαιριστές στα τέλη της δεκαετίας του 1970, κυρίως Ευρωπαίοι, όπως ο Γιόχαν Κρόιφ, ο Εουσέμπιο, ο Τζορτζ Μπεστ, ο Γκερντ Μίλερ, ο Γκόρντον Μπανκς, ο Μπόμπι Μουρ.

Τελείωσε την πρώτη του σεζόν με πέντε γκολ και τέσσερις τελικές πάσες (ασίστ) σε εννέα παιχνίδια πρωταθλήματος. Την επόμενη χρονιά σημείωσε 15 γκολ και είχε 19 ασίστ σε 24 παιχνίδια και το 1977 σκόραρε 17 φορές και έδωσε επτά ασίστ. Οι δύο πρώτες χρονιές με την ομάδα της Νέας Υόρκης ήταν ομαδικά αποτυχημένες με το επίπεδο των συμπαικτών του, ειδικά την πρώτη χρονιά, να βρίσκεται πολύ χαμηλότερα σε σχέση με αυτό που είχε συνηθίσει να αγωνίζεται. Στις 10 Αυγούστου 1976 στη δεύτερη σεζόν του ήδη είχε σημειώσει 10 γκολ μέχρι την αναμέτρηση της τελευταίας αγωνιστικής της κανονικής διάρκειας του πρωταθλήματος απέναντι στους Μαϊάμι Τόρος που έληξε με 8–2. Μόλις στο δεύτερο λεπτό έβαλε το 11ο και μέχρι το τέλος του πρώτου ημιχρόνου είχε φτάσει τη 12άδα με εντυπωσιακό ανάποδο ψαλίδι, από τα λίγα που έχουν καταγραφεί στην καριέρα του.

Η αύξηση της δημοτικότητας της ομάδας με τις πρακτικές σόου που υπήρχαν βελτίωσαν τα οικονομικά της, η έδρα άλλαξε στο ευρύχωρο γήπεδο των Τζάιαντς και η ισχυροποίηση το 1977 με τις μεταγραφές των Μπεκενμπάουερ και Κάρλος Αλμπέρτο είχε αγωνιστικά αποτελέσματα: ο Κόσμος κέρδισε τη διοργάνωση του 1977 του νεαρού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου της Βόρειας Αμερικής.[  Ήρθαν δεύτεροι στην περιφέρειά τους, αλλά προχώρησαν στα πλέι οφ. Στο πρώτο σκέλος της σειράς των προημιτελικών, προσέλκυσαν ένα πλήθος ρεκόρ 77.891 θεατών για αυτό που μετατράπηκε σε ρουτίνα με 3–2 και 3–0 (ένα τέρμα του Πελέ σε κάθε αγώνα) επί των Φορτ Λόντερντεϊλ Στράικερς στο γήπεδο των Τζάιαντς.

Στο δεύτερο σκέλος των ημιτελικών με αντίπαλο τους Ρότσεστερ Λάνσερς, με θρίαμβο 4–1, ο Κόσμος προσέλκυσε 73.669 για ένα παιχνίδι μέσα στη βροχή και ο Πελέ πέτυχε ένα γκολ. Στον τελικό των πλέι οφ στις 28 Αυγούστου νίκησαν τους Σιάτλ Σάουντερς με 2–1 και κατέκτησαν τον τίτλο.

Ήταν ο τελευταίος συλλογικός τίτλος του Πελέ και το τελευταίο επίσημο παιχνίδι της καριέρας του αποχωρώντας ως πρωταθλητής όπως ήθελε. Και στις τρεις χρονιές συμπεριλήφθηκε στην ομάδα των καλύτερων του NASL, του οποίου εκλέχτηκε καλύτερος παίκτης το 1976.

Το καλύτερο ίσως παιχνίδι του στις ΗΠΑ ήταν απέναντι στην Τάμπα Μπέι Ρόουντις τον Ιούνιο του 1977, όπου ο Κόσμος προσέλκυσε 62.394 φιλάθλους (αριθμός ρεκόρ τότε) σε συνάντηση που έληξε με 3–0 και ο Πελέ σημείωσε χατ τρικ, το τελευταίο της καριέρας του.

Η δημοτικότητα του συλλόγου αυξήθηκε εντυπωσιακά με τριπλασιασμό των εισιτηρίων σε έξι μήνες από την άφιξή του και αλλεπάλληλα ρεκόρ του αριθμού των, ενώ η μέσος αριθμός φιλάθλων σε όλο το πρωτάθλημα αυξήθηκε κατά 80% (από 7.597 το 1975 σε 13.584 το 1977),[281] ενώ ο μέσος όρος εισιτηρίων της ομάδας ήταν 10.450 (1975), 18.227 (1976) και 34.142 (1977).

Ο ίδιος σημείωσε συνολικά 37 γκολ σε 64 αγώνες πρωταθλήματος και έδωσε 30 ασίστ. Όταν έπαιζε για την ομάδα της Νέας Υόρκης, τόσοι πολλοί από τους αντιπάλους του ήθελαν να ανταλλάξουν μπλουζάκια μαζί του, ώστε ο σύλλογος έπρεπε να δώσει σε κάθε έναν από τους αντιπάλους του μία φανέλα μετά από κάθε αγώνα. «Ο Πελέ ήταν το κύριο αξιοθέατο», λέει ο Γκόρντον Μπράντλεϊ, ένας από τους προπονητές του συλλόγου εκείνη την εποχή. «Μερικές φορές έπρεπε να πάρουμε μαζί μας 25 ή 30 φανέλες σε έναν αγώνα – αλλιώς, δεν θα είχαμε βγει ποτέ από το γήπεδο ζωντανοί».

 

Μετά το τέλος του πρωταθλήματος ο Κόσμος ξεκίνησε μια περιοδεία που τους πήγε στη Βενεζουέλα, την Ιαπωνία, την Κίνα και την Ινδία, καθώς ο Πελέ αποχαιρετούσε τα μέρη του κόσμου που τον σεβόταν, αλλά δεν τον είχαν δει ποτέ αυτοπροσώπως. Στην Κίνα ήταν η πρώτη επαγγελματική ομάδα της Δύσης που είχε αγωνιστεί μέχρι τότε.

Αποχώρησε οριστικά από την ενεργό δράση προς το τέλος της χρονιάς του 1977 (1η Οκτωβρίου), δυόμισι περίπου χρόνια μετά το ντεμπούτο του σε συνάντηση στο στάδιο των Τζάιαντς, παίζοντας ένα ημίχρονο με τη Σάντος και ένα με τον Κόσμο. Το παιχνίδι παρακολούθησαν 75.646 θεατές και μεταδόθηκε τηλεοπτικά σε 38 χώρες σε όλο τον κόσμο, με εκτιμώμενο αριθμό 700 εκατομμυρίων τηλεθεατών σε σύνολο πληθυσμού της γης 4 δισεκατομμυρίων.

Ο Βραζιλιάνος έπαιξε το πρώτο ημίχρονο με τον Κόσμο και το δεύτερο με τη Σάντος. Η συνάντηση βρήκε νικήτρια την αμερικανική ομάδα: ο Ρεϊνάλντο (José Reinaldo de Lima) σκόραρε για το 1–0 της Σάντος και ο Πελέ με ένα ελεύθερο λάκτισμα (απευθείας φάουλ) στο πρώτο μισό του αγώνα και ο Ραμόν Μίφλιν (Ramon Mifflin), ο οποίος είχε αντικαταστήσει το Βραζιλιάνο στις τάξεις της Κόσμος, για το τελικό 2–1 ήταν οι σκόρερ. Κατά τη διάρκεια του διαστήματος η Κόσμος απέσυρε τον αριθμό 10 της φανέλας του Πελέ και στο τέλος του παιχνιδιού «ο βασιλιάς», κρατώντας μια σημαία της Βραζιλίας στο δεξί του χέρι και των Ηνωμένων Πολιτείων στο αριστερό, είχε σηκωθεί στους ώμους από τους συμπαίκτες του. Προς το τέλος του αγώνα άρχισε να βρέχει, με τους δημοσιογράφους να σημειώνουν πως «ακόμη και ο ουρανός έκλαιγε» για την αποχώρηση του Πελέ. Ο ίδιος ενθάρρυνε το πλήθος πριν τον αγώνα να φωνάξει «Αγάπη!» τρεις φορές ως μήνυμα ειρήνης και αρμονίας για τον κόσμο. Μετά την αποχώρησή του, ο πρεσβευτής της Βραζιλίας στα Ηνωμένα Έθνη, δήλωσε: «Ο Πελέ έπαιξε ποδόσφαιρο για είκοσι δύο χρόνια και κατά το διάστημα αυτό προώθησε την παγκόσμια φιλία και αδελφότητα περισσότερο από κάθε πρεσβευτή».

Η αποχώρηση του Πελέ σηματοδότησε την αρχή του τέλους, όχι μόνο μιας εποχής, αλλά της ομάδας Κόσμου και του NASL. Χωρίς κανένα στο επίπεδό του, η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου σταδιακά έπεσε, τα εισιτήρια μειώθηκαν γρήγορα, η πολύ σημαντική τηλεοπτική συμφωνία με το ABC χάθηκε και οι σημαντικότεροι παίκτες επέστρεψαν στην Ευρώπη, καθώς επιβλήθηκαν ανώτατα όρια μισθών. Η ομάδα της Νέας Υόρκης διαλύθηκε το 1985, καθώς δεν υπήρχε επιχειρηματικό μοντέλο που να τους διατηρήσει βιώσιμους. Μέχρι το 1985 το NASL ήταν ημιθανές.

Το τέλος της ποδοσφαιρικής σταδιοδρομίας του Πελέ τον βρήκε κάτοχο 40 επίσημων τίτλων (επίδοση ρεκόρ στην εποχή του), γεγονός που τον κάνει τον ποδοσφαιριστή με τους περισσότερους τίτλους καριέρας στην ιστορία του αθλήματος. Συνολικά κατέκτησε 57 τίτλους στην καριέρα του. Κατέρριψε πολλά ρεκόρ, παρόλο που αγωνίστηκε σε περιόδους που οι ποδοσφαιριστές εκτιμιούνταν περισσότερο από την εμβέλεια του ταλέντου τους παρά με την εγγραφή των αριθμών τους σε στατιστικές. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ήταν για μεγάλη περίοδο ο καλύτερα αμειβόμενος αθλητής στον κόσμο. Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, συμμετείχε σε τιμητικούς αγώνες με τελευταίο αυτό που διοργανώθηκε προς τιμή των 50 χρόνων του στις 31 Οκτωβρίου 1990 στο Μιλάνο μεταξύ Μικτής Κόσμου και εθνικής Βραζιλίας (με την οποία και αγωνίστηκε) και έληξε με 2–1. Ήταν ο μόνος αγώνας που φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού, καθώς πάντα αρνούνταν τη θέση του αρχηγού του συλλόγου και της εθνικής ομάδας.

Η στατιστική πρόοδος του 21ου αιώνα κατέδειξε ότι το σύνολο των 1.303 σε 1.392 τερμάτων είναι το όγδοο υψηλότερο στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία, με την άποψη που τον ήθελε ακόμα και στην κορυφή να υπάρχει σε ευρεία έκταση τον 20ό αιώνα. Σε επίσημους αγώνες σημείωσε 778 γκολ σε 846 παιχνίδια. Η FIFA έχει αναγνωρίσει 1.283 γκολ το 2020. Σημείωσε 92 χατ τρικ, τέσσερα γκολ σε ένα αγώνα 30 φορές, πέντε σε ένα παιχνίδι επτά φορές (σύμφωνα με τη FIFA έξι) και οκτώ γκολ μία φορά (88 χατ τρικ σε επίσημους αγώνες). Επιπλέον, μοίρασε συνολικά 369 τελικές πάσες (ασίστ) σε επίσημους αγώνες (ανεπίσημη στατιστική σε 819 από τους 846 αγώνες). Σε δύο δεκαετίες επισκέφθηκε αγωνιζόμενος 65 χώρες (περίπου τις μισές αναγνωρισμένες της υφηλίου εκείνη την εποχή) και εκτός από το Perola Negra, στη Γαλλία ήταν La Tulipe Noire, στη Χιλή El Peligro, στην Ιταλία II Re και στην Ελλάδα «ο Βασιλιάς», αλλά πάντα ήταν πολίτης του κόσμου.

Διεθνής καριέρα

Ο Πελέ έγινε γνωστός σε εθνικό επίπεδο μετά από ένα τουρνουά που πραγματοποιήθηκε στο στάδιο Μαρακανά τον Ιούνιο του 1957, μεταξύ αρκετών Βραζιλιάνικων και ορισμένων ευρωπαϊκών ομάδων. Ο ίδιος αγωνίστηκε με μικτή ομάδα Σάντος-Βάσκο ντα Γκάμα. Στο πρώτο παιχνίδι απέναντι στη Μπελενένσες, σημείωσε τρία γκολ. Έπαιξε επίσης με αντιπάλους τη Ντιναμό Ζάγκρεμπ της Γιουγκοσλαβίας, τη Φλαμένγκο και τη Σάο Πάολο, σημειώνοντας ένα γκολ σε κάθε αγώνα.

 

Με τέτοιες εμφανίσεις πείστηκε ο ομοσπονδιακός προπονητής να τον καλέσει στην εθνική ομάδα, με λιγότερο από ένα χρόνο από το ντεμπούτο του ως επαγγελματίας. Αγωνίστηκε με την Εθνική Βραζιλίας για πρώτη φορά το 1957. Ο ομοσπονδιακός τεχνικός, Σίλβιο Πιρίλο, τον κάλεσε για τους δύο αγώνες με την Αργεντινή για το «Κύπελλο Ρόκα» (Roca Cup). Στις 7 Ιουλίου 1957 μπήκε αλλαγή στα μισά του δευτέρου ημιχρόνου, παίρνοντας το βάπτισμα του πυρός και πετυχαίνοντας ένα γκολ στο 76ο λεπτό.

Η Αργεντινή όμως νίκησε με 2–1. Σε ηλικία 16 χρονών, 8 μηνών και 17 ημερών, έγινε ο νεότερος Βραζιλιάνος παίκτης που έκανε ντεμπούτο με την εθνική ομάδα ανδρών και μάλιστα σκόραρε στην πρεμιέρα, παραμένοντας μέχρι σήμερα ο νεότερος σκόρερ της. Ήταν η απόδειξη ότι ένας παίκτης γεννήθηκε που θα γινόταν ιστορικός για τη Βραζιλία. Στη ρεβάνς ήταν πια βασικός και σημείωσε και πάλι γκολ, το ένα από τα δύο της νίκης της Βραζιλίας που πήρε το Κύπελλο με καλύτερη διαφορά τερμάτων. Σε δύο αγώνες ο Πελέ είχε σημειώσει τα δύο από τα τρία γκολ της εθνικής και μπορούσε να υποστηρίξει ότι είχε δώσει το τρόπαιο στα χέρια των συμπατριωτών του. Προτού συμπληρώσει τα 20 χρόνια του είχε ήδη σημειώσει 25 διεθνή τέρματα (20 αγώνες), επίδοση που δεν έχει επιτευχθεί ποτέ από άλλο έφηβο πριν ή μετά από αυτόν.

 

Αγωνίστηκε σε τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα και κλείνοντας την πορεία του στις διοργανώσεις ήταν δεύτερος σκόρερ της ιστορίας του θεσμού με 12 τέρματα σε 14 συναντήσεις, πίσω μόνο από το Γάλλο Ζυστ Φονταίν των 13 γκολ του 1958. Τα στατιστικά στοιχεία όμως είναι δευτερεύοντα (παρά τον αριθμό των ρεκόρ που διατηρεί) μπροστά στον αντίκτυπο του παιχνιδιού του στην κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση.

Συμμετείχε σε ένα Κόπα Αμέρικα μόνο, το 1959 με την ομάδα που ήταν ένα χρόνο νωρίτερα παγκόσμια πρωταθλήτρια. Η Βραζιλία κατέλαβε τη δεύτερη θέση πίσω από την Αργεντινή αήττητη, ενώ ο ίδιος σκόραρε οκτώ γκολ σε έξι αγώνες, συμπεριλαμβανομένου ενός χατ τρικ με την Παραγουάη (4–1) και του τέρματος απέναντι στην Αργεντινή (1–1) και επιλέχθηκε καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης.

Στις 18 Ιουλίου 1971, παρουσία 138.575 θεατών με αντίπαλο την εθνική Γιουγκοσλαβίας σε φιλική συνάντηση (2–2), ο Πελέ έδωσε τον τελευταίο του αγώνα με την Εθνική του ομάδα στο Ρίο ντε Τζανέιρο δηλώνοντας ότι «είναι καλύτερα να σταματήσω τώρα που βρίσκομαι στο απόγειο της φόρμας μου». Οι προσπάθειές να σκοράρει δεν «καρποφόρησαν». Στη λήξη του ημιχρόνου (δεν αγωνίστηκε στο δεύτερο), έβγαλε τη φανέλα του, την έσφιξε στη δεξιά γροθιά του και έκανε το γύρο του θριάμβου στον στίβο του «Μαρακανά». Ένα πολύ μεγάλο πανό που ξεδιπλώθηκε στην κερκίδα έγραφε «Να ζήσει ο Βασιλιάς». Μία εβδομάδα νωρίτερα είχε σημειώσει το τελευταίο διεθνές του γκολ στο 32ο λεπτό σε φιλική συνάντηση με την Αυστρία στο στάδιο Μουρούμπι του Σάο Πάολο (1–1) μπροστά σε 125.000 θεατές. Ήταν το 1.086ο γκολ της καριέρας του με τους τότε υπολογισμούς της στατιστικής να μην διαχωρίζουν επίσημους και φιλικούς αγώνες.

Με την εθνική Βραζιλίας αγωνίστηκε 92 φορές, σημείωσε 77 τέρματα και 95 σε 113 εμφανίσεις συμπεριλαμβανομένων των ανεπίσημων φιλικών, επτά χατ τρικ, έχοντας 67 νίκες, 14 ισοπαλίες και 11 ήττες. Επιπλέον μοίρασε και 47 ασίστ. Η επίδοση των τερμάτων αποτελούσε εθνικό ρεκόρ, το οποίο παραμένει και ήταν η δεύτερη καλύτερη επίδοση στον κόσμο την εποχή του μετά τα 84 γκολ του Φέρεντς Πούσκας. Παρέμεινε κάτοχος του ρεκόρ διεθνών τερμάτων της CONMEMBOL ως το Σεπτέμβριο του 2021. Παίζοντας μαζί Πελέ και Γκαρίντσα, η Βραζιλία δεν γνωρίσε ποτέ την ήττα (40 αγώνες, 36 νίκες, 4 ισοπαλίες).

Παγκόσμιο Κύπελλο 1958

Η διοργάνωση αυτή ήταν η πρώτη αντίστοιχη με παγκόσμια τηλεοπτική μετάδοση.[373][374] Η Βραζιλία δεν συμπεριλαμβάνονταν στα φαβορί, με τη Σουηδία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Σοβιετική Ένωση και την κάτοχο του τίτλου Δυτική Γερμανία να έχουν το προβάδισμα. Οι υπεύθυνοι της Βραζιλίας ξέχασαν να διανείμουν τους αριθμούς στους παίκτες τους και ένας Ιταλός από τη FIFA παρατήρησε το λάθος και αυτός ήταν που αρίθμησε τους μελλοντικούς παγκόσμιους πρωταθλητές. Έτσι, ο τερματοφύλακας είχε το 3 και ο Πελέ τυχαία πήρε το 10.

Μέχρι τότε ως αναπληρωματικός φορούσε το νούμερο 13. Η ομάδα ήταν καλά προετοιμασμένη για τρεις μήνες και περιόδευσε στην Ευρώπη δίνοντας φιλικούς αγώνες, είχε εξαιρετικούς ποδοσφαιριστές και πολύ καλά υποστήριξη από ειδικούς, γεγονός ασύνηθες την εποχή εκείνη. Ο ψυχολόγος της αποστολής, είχε συντάξει ειδικές εκθέσεις για τους παίκτες προτείνοντας τη μη χρησιμοποίησή του Πελέ. «Ο Πελέ είναι προφανώς ανώριμος. Του λείπει η απαραίτητη μαχητικότητα. Είναι πολύ νέος για να νιώσει τη μάχη και να απαντήσει σε αυτό με την κατάλληλη ένταση. Επιπλέον, δεν έχει το αίσθημα ευθύνης που απαιτείται σε ένα ομαδικό άθλημα», ήταν οι γραπτές φράσεις που χρησιμοποισε ο ψυχολόγος.

Στην αρχή του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 ο Πελέ (που δεν ήταν γνωστός έχοντας μόνο δύο διεθνείς συμμετοχές, μη συμμετέχοντας στους αγώνες προετοιμασίας της Βραζιλίας στην Ευρώπη) ήταν τραυματίας στο γόνατο από αγώνα προετοιμασίας της εθνικής με την Κορίνθιανς. Ο προπονητής της «σελεσάο» Βισέντε Φεόλα που είχε αναλάβει την ομάδα στις αρχές της ίδιας χρονιάς δεν ρίσκαρε τη συμμετοχή του στους δύο πρώτους αγώνες. Μάλιστα, ο ίδιος ο παίκτης πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο είχε ζητήσει από τον προπονητή του να επιστρέψει στην πατρίδα καθώς ένιωθε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει. Ο μασέρ όμως της ομάδας, πήρε το θέμα προσωπικά και υποσχέθηκε να κάνει καλά τον νεαρό που είχε τραυματιστεί. Όσο για τη συμμετοχή του στη βασική ενδεκάδα αυτό ήταν υπόθεση περισσότερο του έμπειρου αμυντικού Νίλτον Σάντος. Ο αριστερός πλάγιος αμυντικός είχε εκτιμήσει τα προπονητικά συστήματα και ο Φέολα τον εμπιστευόταν. Έτσι μαζί με άλλα βασικά στελέχη τον έπεισαν να αφήσει εκτός ομάδας τους Αλταφίνι και Ντίντα και να χρησιμοποιήσει τους νεαρούς Πελέ και Γκαρίντσα.

Στους αγώνες του τέταρτου ομίλου της πρώτης φάσης, ο κλοιός στένευε γύρω από τη Βραζιλία. Είχε ξεκινήσει με νίκη 3–0 επί των Αυστριακών, αλλά στη συνέχεια η «λευκή ισοπαλία» 0–0 (η πρώτη στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων) με την Αγγλία αποδίδοντας πολύ μέτρια έβαζε όλους σε περιπέτειες. Ο αγώνας με την Σοβιετική Ένωση ήταν καθοριστικός και ο νεαρός Πελέ έπρεπε να παίξει.

Στις 15 Ιουνίου 1958 στο Ούλεβι του Γκέτεμποργκ ήταν στην αρχική ενδεκάδα, ο νεότερος παίκτης στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων μέχρι τότε, 17 ετών και 235 ημερών. Ήδη στο πρώτο λεπτό ο Γκαρίντσα είχε σουτ στο δοκάρι και ο Πελέ ξεκίνησε εντυπωσιακά με ένα ακόμη δοκάρι στο δεύτερο λεπτό. Ο Βαβά σκόραρε στο τρίτο λεπτό και με ένα ακόμα γκολ αργότερα μετά από ασίστ του Πελέ έδωσε τη νίκη και την πρόκριση στους Βραζιλιάνους, αλλά ο Πελέ, αγωνιζόμενος ως δεύτερος επιθετικός πίσω από το Βαβά, ήταν αυτός που είχε εντυπωσιάσει τους ειδικούς του ποδοσφαίρου. Το όνομα του είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό και στην Ευρώπη, ενώ η «σελεσάο», παίζοντας με το πρωτοποριακό για την εποχή σύστημα 4–2–4 που αντέγραψαν αργότερα σχεδόν όλες οι ομάδες, ήταν πλέον στα φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου.

 

Στα προημιτελικά αντίπαλος ήταν η Ουαλία. Η συνάντηση της 19ης Ιουνίου ήταν ισόπαλη χωρίς τέρματα έως τη στιγμή που ο Πελέ δέχθηκε πάσα από κεφαλιά. Στόπαρε άψογα τη μπάλα, και αφού την πέρασε κάτω από τα πόδια ενός αμυντικού σημάδεψε τη γωνία της εστίας. Ήταν το 66ο λεπτό και ο Βραζιλιάνος έγινε ο νεότερος σκόρερ στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων (17 ετών και 239 ημερών), επίδοση ρεκόρ που κατέχει ακόμα. Ο ίδιος περιέγραψε πολύ αργότερα το μοναδικό γκολ της συνάντησης ως ίσως το πιο σημαντικό στην καριέρα του.

Ο ημιτελικός με τη Γαλλία ήταν ένας από τους καλύτερους αγώνες εκείνης της διοργάνωσης (ίσως ο καλύτερος) και διεξήχθη στο στάδιο Ρασούντα στις 24 Ιουνίου. Η Γαλλία ήταν η ομάδα με την αποτελεσματικότερη επίθεση μέχρι τότε, είχε όμως και την ασθενέστερη άμυνα. Δεν ήταν έκπληξη όταν η Βραζιλία πήρε το προβάδισμα μετά από λιγότερο από δύο λεπτά χάρη σε τέρμα από το Βαβά. Ο Ζυστ Φονταίν βρήκε το πίσω μέρος των διχτύων για άλλη μια φορά για να ισορροπήσει τα σκορ μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά. Η πρώτη μισή ώρα του παιχνιδιού ήταν γρήγορη και συναρπαστική, με δύο εξαιρετικά ταλαντούχες ομάδες γεμάτες επιθετικές προθέσεις να πηγαίνουν από το ένα τέρμα στο άλλο. Το παιχνίδι ήταν ισορροπημένο, όταν ο κεντρικός αμυντικός Ζονκέ τραυματίστηκε. Εκείνη την εποχή δεν επιτρέπονταν οι αλλαγές και ο τραυματισμός του στα 35 λεπτά άφησε τη Γαλλία για σχεδόν μία ώρα να παίζει ουσιαστικά με δέκα παίκτες καθώς η παρουσία του ήταν τυπική στο γήπεδο. Ένα γκολ από τον Ντίντι και ένα χατ τρικ από τον Πελέ μέσα σε 23 λεπτά στο δεύτερο ημίχρονο με σουτ μέσα στη μεγάλη περιοχή (52ο λεπτό – 75ο) έδωσαν στη Βραζιλία μια άνετη νίκη, με τελικό αποτέλεσμα 5–2. Ο Πελέ έγινε και παραμένει ο νεότερος παίκτης που πέτυχε χατ τρικ σε αγώνα τελικής φάσης της κορυφαίας ποδοσφαιρικής διοργάνωσης.

Στον τελικό στο 5–2 με τη Σουηδία, ο Πελέ πέτυχε δύο γκολ, το πρώτο στο 55ο λεπτό που αύξησε τη διαφορά σε 3–1, έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα εντυπωσιακότερα στην ιστορία όλων των Παγκοσμίων Κύπελλων. Ήταν στενά μαρκαρισμένος από έναν αμυντικό, και υπήρχε ένας άλλος αμυντικός κοντά. Δέχτηκε ψηλή πάσα από τον Νίλτον Σάντος, την ελέγχει με το στήθος του, κρατώντας τον πρώτο αμυντικό πίσω του και αφήνει την μπάλα να πέσει στο έδαφος. Αυτή αναπηδά μια φορά και μετά καθώς δεύτερος αμυντικός τον κλείνει, κόβει τη μπάλα σχεδόν κατευθείαν στον αέρα. Ο Πελέ σκύβει γύρω του, έτσι ώστε όταν η μπάλα πέσει κάτω, να είναι ξεμαρκάριστος στη μέση της περιοχής μένοντας ελεύθερος να σουτάρει πετυχαίνοντας εύκολα το γκολ. Ο ίδιος το είχε χαρακτηρίσει σε συνέντευξή του το 2014 ως το πιο αξέχαστο της καριέρας του.

Την ημέρα του τελικού ήταν 17 ετών και 249 ημερών, ο νεότερος παίκτης που είχε αγωνιστεί σε τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου, ρεκόρ που έχει μείνει ακόμα ακατάρριπτο. Ακατάρριπτη είναι και η επιτυχία του να σκοράρει και να κατακτήσει το κορυφαίο τρόπαιο σε τόσο νεαρή ηλικία. Ο ίδιος θεώρησε ότι αυτή ήταν η πιο ταλαντούχα (σε ατομικό επίπεδο) εθνική Βραζιλίας όλων των εποχών. Ήταν δεύτερος σκόρερ της διοργάνωσης με 6 τέρματα (ίδιο αριθμό με το Γερμανό Χέλμουτ Ραν). Ψηφίστηκε επίσης καλύτερος νέος παίκτης, δεύτερος καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης πίσω από το Ντίντι και στην καλύτερη ομάδα. «Ήθελα να χειροκροτήσω το πέμπτο γκολ», είπε ο Σουηδός αμυντικός Σίγκε Πάρλινγκ μετά το τέλος του αγώνα. Μετά το λήξη του τελικού, οι συμπαίκτες του σήκωσαν το παιδί – θαύμα στους ώμους τους και πανηγύρισαν το πρώτο παγκόσμιο τρόπαιο. Ο Πελέ ξέσπασε σε λυγμούς στην αγκαλιά του τερματοφύλακα Ζιλμάρ. Η Βραζιλία έγινε η πρώτη ομάδα μιας ηπείρου που κέρδισε τον τίτλο σε άλλη ήπειρο, και παρέμεινε η μόνη για δεκαετίες.

 

Η εμφάνιση ενός ποδοσφαιριστή σαν τον Πελέ ήταν τόσο εντυπωσιακή που το άθλημα δεν θα ήταν ποτέ το ίδιο. Εγκαινίασε ένα νέο είδος ποδοσφαιριστή: ένας που μπορεί να κερδίσει παιχνίδια (ακόμα και αυτής της σημασίας) μόνο λόγω του ταλέντου του.

Το περιοδικό Sports Illustrated τον χαρακτήρισε τότε ως «ιδιοφυΐα», χωρίς η συνέχεια να το διαψεύσει. Είχε ταξιδέψει στη Σουηδία ως πολύ νέος και άγνωστος παίκτης, χωρίς ακόμα να έχει ολοκληρωθεί η σωματική του διάπλαση, χωρίς εμπειρίες μεγάλης σημασίας αγώνων και χωρίς επαρκή αυτοπεποίθηση.

Επέστρεψε στην πατρίδα του ως ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια του αθλητισμού και ήρωας της Βραζιλίας και όλα τα νεαρά αγόρια σε όλο τον κόσμο ασκούνταν τότε ώστε να μπορούν να παίξουν με τον ίδιο τρόπο. Οι δημοσιογράφοι ονόμασαν τον τρόπο παιχνιδιού samba football, αλλά στην πραγματικότητα ήταν το τζίντζα (ginga), ένας τρόπος ποδοσφαίρου βασισμένος στις βραζιλιάνικες παραδόσεις της σάμπα και της καποέιρα, που συνδυάζει πολεμικές τέχνες και χορό. Μία ισορροπία μεταξύ του αθλητισμού και της τέχνης, όπου η τέχνη, μεταξύ άλλων, ήταν να διατηρείται ο έλεγχος της μπάλας ενώ υλοποιούνταν μία εντυπωσιακή ντρίμπλα, με κύριους εκφραστές τους Πελέ και Γκαρίντσα. Το λεγόμενο futebol-arte είχε επικρατήσει απέναντι στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο που είναι υπερβολικά μηχανικό, χωρίς περιθώρια δημιουργικότητας, αναγνωρίζοντας τη σκληρή δουλειά και τη συλλογικότητα. Η νίκη της Βραζιλίας είχε αποκαταστήσει την υπερηφάνεια σε ένα έθνος του οποίου η ταυτότητα συνδέεται εγγενώς με την ποδοσφαιρική τους ικανότητα. Η κατάρα της ήττας του 1950 είχε αρθεί και η παγκόσμια καταξίωση του έθνους είχε επιτευχθεί έχοντας ως πρωταγωνιστή ένα μαύρο έφηβο που έγινε ήρωας στα μάτια ιδιαίτερα των μειονεκτούντων τμημάτων της κοινωνίας της χώρας. Η περίοδος της αθλητικής κυριαρχίας του έθνους του είχε μόλις ξεκινήσει.

Παγκόσμιο Κύπελλο 1962

Το 1962 στη Χιλή πέτυχε ένα εξαιρετικό γκολ, θεωρείται από μερικούς ως το πιο εντυπωσιακό στα Παγκόσμια Κύπελλα περνώντας τέσσερις αμυντικούς στον πρώτο αγώνα με το Μεξικό. Πρόλαβε να δώσει ακόμα και μία ασίστ στο Μάριο Ζαγκάλο, αλλά τραυματίστηκε στην επόμενη συνάντηση με την Τσεχοσλοβακία και είδε από την εξέδρα την ομάδα του (που δεν είχε αξιοσημείωτες διαφορές από την προηγούμενη διοργάνωση) να κερδίζει τον τίτλο με κύριο πρωταγωνιστή τον Γκαρίντσα. Ο τραυματισμός του τον κράτησε εκτός δράσης για δύο μήνες. Το 2007 του δόθηκε το μετάλλιο του νικητή του Κυπέλλου (όπως και στους υπόλοιπους σε αντίστοιχη παρουσία), καθώς εκείνη την εποχή, αυτό αποδίδονταν μόνο σε όσους είχαν αγωνιστεί στον τελικό.

Παγκόσμιο Κύπελλο 1966

Στη διοργάνωση της Αγγλίας η «σελεσάο» διέθετε στη σύνθεσή της παίκτες που την οδήγησαν στην κατάκτηση του προηγούμενου Κυπέλλου, αλλά μεγάλους σε ηλικία όπως ο τερματοφύλακας Ζιλμάρ και ο Ντζάλμα Σάντος, ορισμένους ταλαντούχους ποδοσφαιριστές όπως ο Τοστάο και ο Ζαϊρζίνιο, που ανέδειξαν το ταλέντο τους τέσσερα χρόνια αργότερα στα γήπεδα του Μεξικού και τους μεγάλους αστέρες Πελέ και Γκαρίντσα. Η ομάδα δεν διέθετε ομοιογένεια και η ανακοίνωση της 22άδας που θα ταξίδευε στην Ευρώπη έγινε μόλις δύο εβδομάδες πριν την έναρξη της διοργάνωσης. Ο Πελέ είχε τραυματιστεί στην αρχή της χρονιάς και συμμετείχε μόνο στους αγώνες προετοιμασίας της εθνικής.

Τα αντιαθλητικά μαρκαρίσματα των Βουλγάρων και των Πορτογάλων αμυντικών (ειδικά των δεύτερων έως και σε προκλητικό βαθμό), στέρησαν από τον Πελέ τη συνέχεια των αγώνων. Στον αγώνα με τη Βουλγαρία σκόραρε ένα γκολ με απευθείας εκτέλεση φάουλ και έγινε ο πρώτος παίκτης που σκόραρε σε τρεις συνεχόμενες διοργανώσεις. Κατόπιν απουσίασε από το παιχνίδι με την Ουγγαρία για να αναρρώσει, με την ήττα της Βραζιλίας να διακόπτει την αήττητη ακολουθία 13 αγώνων σε Παγκόσμια Κύπελλα, ρεκόρ που εξακολουθεί να παραμένει.

Ο Πελέ επανήλθε στον αγώνα με την Πορτογαλία, όπου και δέχθηκε το σκληρότερο μαρκάρισμα από το Ζοάο Μοράις, που δεν τιμωρήθηκε από τον Βρετανό διαιτητή που θα δικαιούταν αποβολή. Έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα σοβαρότερα σφάλματα διαιτησίας στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων. Ο Πελέ παρέμεινε στον αγωνιστικό χώρο, αλλά δεν μπορούσε να προσφέρει στην ομάδα. Εκτός αυτού, με τον Γκαρίντσα σκιά του παλιού καλού εαυτού του, η Βραζιλία απέτυχε να περάσει τη φάση των ομίλων, προκαλώντας μία από τις πολλές εκπλήξεις της διοργάνωσης. Ο αντιαθλητικός τρόπος αντιμετώπισής του που έμεινε ατιμώρητος από τους διαιτητές, δημιούργησε υποψίες και για ευρωπαϊκή πλεκτάνη για να ξαναγυρίσει το τρόπαιο στη γηραιά ήπειρο, ενώ τα ποικίλα παράπονα ομάδων, δημοσιογράφων ακόμα και των φωτογράφων ήταν διαρκή.

Μετά τον αγώνα με την Πορτογαλία, ο Πελέ αποφάσισε να μην αγωνιστεί ξανά με την εθνική ομάδα ενοχλημένος από τον αντιαθλητικά τρόπο αντιμετώπισής του και μεταπείστηκε δύο χρόνια μετά επανερχόμενος σε αγώνα με την Παραγουάη (4–0) σημειώνοντας δύο τέρματα. Στις 31 Αυγούστου 1969 στο Μαρακανά και μπροστά σε 183.341 φιλάθλους πέτυχε το μοναδικό γκολ της νίκης και πρόκρισης της Βραζιλίας στον αγώνα με την Παραγουάη.

Παγκόσμιο Κύπελλο 1970

Το 1970 στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού, το καλύτερο σύμφωνα με τους αθλητικογράφους, ο Πελέ μαζί με τους ΡιβελίνοΖαϊρζίνιοΖέρσονΤοστάοΚάρλος Αλμπέρτο σχημάτισαν μία από τις καλύτερες ομάδες που έχουν παίξει ποδόσφαιρο στον πλανήτη – και για πολλούς η καλύτερη σε μία διοργάνωση – τόσο από πλευράς θεάματος όσο και από πλευράς αποτελεσμάτων. Η διοργάνωση ήταν η πρώτη που μεταδόθηκε έγχρωμα και δορυφορικά απευθείας στο τηλεοπτικό κοινό και έμεινε στη μνήμη όσων το παρακολούθησαν και για τις αλλαγές στους κανονισμούς (κάρτες, αλλαγές παικτών). Στη προκριματική φάση η εθνική Βραζιλίας είχε κερδίσει και τα έξι παιχνίδια με τέρματα 23–2 από τα οποία τα έξι του Πελέ. Μαζί με το ταλέντο τώρα, ο κορυφαίος Βραζιλιάνος διέθετε και την ανάλογη εμπειρία, ενώ ο ρόλος του ήταν σε πιο οπισθοχωρημένη θέση, όπως συνέβαινε και στο σύλλογό του.

Όμως αυτό αύξησε και τις ευθύνες και το άγχος του ως του πιο έμπειρου παίκτη της εθνικής, λαμβάνοντας υπόψιν ότι η ομάδα ήταν η πιο νεανική της διοργάνωσης με πέντε παίκτες στο σύνολο κάτω των 21 ετών. Προτού τη διοργάνωση ο ομοσπονδιακός προπονητής Ζοάο Σαλτάνια είχε έρθει σε ρήξη με ορισμένους παίκτες, μεταξύ τους και ο Πελέ. Στις 4 Μαρτίου του 1970 η Βραζιλία έχασε στο Πόρτο Αλέγκρε σε φιλικό από την Αργεντινή με 2–0. Ο Σαλτάνια «φόρτωσε» έμμεσα την ήττα στον Πελέ επισυνάπτοντάς του ότι «δεν βλέπει καλά» και ότι δεν αμύνεται καθόλου και δήλωσε ότι θα τον απέκλειε από την αποστολή του Κυπέλλου. Στις 8 Μαρτίου η Βραζιλία κέρδισε την Αργεντινή με 2–1 με ένα γκολ του Πελέ, που έδειξε έτοιμος για την επερχόμενη μεγάλη διοργάνωση, αλλά στις 14 Μαρτίου η εθνική έφερε απρόσμενα ισοπαλία με 1–1 σε ανεπίσημο αγώνα με τη Μπάνγκου.

Στις 24 Απριλίου η Βραζιλία έφερε ισοπαλία 0–0 σε φιλικό αγώνα με τη Βουλγαρία, στο Σάο Πάολο και ο Σαλτάνια άφησε στον πάγκο τον Πελέ χρησιμοποιώντας τον ως αλλαγή, προκαλώντας εντονότατες αντιδράσεις Ο Ζοάο Χαβελάνζε (τότε πρόεδρος της Βραζιλιάνικης Συνομοσπονδίας Αθλητισμού απομάκρυνε τον τεχνικό και ανέθεσε την ομάδα στον 39χρονο Μάριο Ζαγκάλο, ο οποίος το 1958 και το 1962 ήταν βασικό στέλεχος των ομάδων που στέφθηκαν παγκόσμιες πρωταθλήτριες. Ο νέος προπονητής στάθηκε και τυχερός γιατί ο προκάτοχός του είχε δημιουργήσει ένα πανίσχυρο σύνολο. Ο Ζαγκάλο πήρε πέντε παίκτες οι οποίοι ήταν όλοι τους «δεκάρια» στις ομάδες τους και τους έβαλε στη βασική ενδεκάδα ταυτόχρονα πρωτοτυπώντας: χρησιμοποίησε λοιπόν μαζί τους Πελέ (Σάντος), Ριβελίνο (Κορίνθιανς), Ζαϊρζίνιο (Μποταφόγκο), Ζέρσον (Σάο Πάολο) και Τοστάο (Κρουζέιρο). Έτσι η ομάδα έμεινε στην ιστορία ως η «ομάδα των πέντε δεκαριών», εφαρμόζοντας σύστημα που έμοιαζε περισσότερο με 4–3–3 και τον Πελέ να κινείται ελεύθερα στην αριστερή γραμμή κέντρου – επίθεσης.

Η «σελεσάο» είχε έντονο επιθετικό προσανατολισμό και προσπαθούσε διαρκώς να σκοράρει περισσότερες φορές από τον αντίπαλο. Μπορεί να δέχθηκε 7 γκολ στη διοργάνωση, τα περισσότερα για πρωταθλήτρια από τότε μέχρι σήμερα, αλλά πέτυχε και 19, περισσότερα από κάθε άλλη πρωταθλήτρια ομάδα από τότε μέχρι σήμερα. Με έξι νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια πέτυχε ρεκόρ, παρά το γεγονός ότι η προετοιμασία της ομάδας δεν ήταν η καλύτερη δυνατή (παρά τη δίμηνη απομόνωσή της σε ένα οχυρωμένο στρατόπεδο, που φρουρούνταν μέρα και νύχτα από αστυνομικούς και ένοπλους φρουρούς) και με έντονη παρασκηνιακή δράση.

Παρά το γεγονός ότι βρέθηκαν πίσω στο σκορ στο 10ο λεπτό από το γκολ του Λάντισλαβ Πέτρας, οι Ριβελίνο, Πελέ και δύο φορές ο Ζαϊρζίνιο σκόραραν και οδήγησαν στην ανατροπή και στη νίκη με 4–1 επί της Τσεχοσλοβακίας στην πρεμιέρα (3 Ιουνίου 1970). Ο Πελέ έγινε ο δεύτερος παίκτης με διαφορά τριών λεπτών από τον πρώτο Ούβε Ζέελερ που σκόραρε σε τέσσερις διαφορετικές διοργανώσεις του Παγκόσμιου Κυπέλλου (ακολούθησαν ο Μίροσλαβ Κλόζε, ο Κριστιάνο Ρονάλντο και ο Λιονέλ Μέσι). Μία προσπάθεια του «βασιλιά» να «κρεμάσει» με λόμπα από τουλάχιστον 55 μέτρα τον Τσέχο τερματοφύλακα Ίβο Βίκτορ (που είχε απομακρυνθεί από την εστία του) δεν στέφθηκε με επιτυχία για λίγο βρίσκοντας το πίσω μέρος των διχτυών, όμως καταγράφηκε στην ιστορία ως η πρώτη απόπειρα επίτευξης ενός τέτοιου γκολ.

Η Βραζιλία επιβλήθηκε της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Αγγλίας με 1–0 σε μία από τις μεγαλύτερες μονομαχίες του Κυπέλλου με τέρμα του Ζαϊρζίνιο μετά από ασίστ του Πελέ. Απέναντι στη μαχητική Ρουμανία ο Πελέ σημείωσε δύο γκολ, το ένα με απ’ ευθείας εκτέλεση φάουλ, από τις καλύτερες της καριέρας του (τελικό 3–2).

Στα προημιτελικά, το Περού του Τεόφιλο Κουμπίγιας δεν προέβαλε μεγάλη αντίσταση και η Βραζιλία νίκησε με 4–2, η εμφάνιση δε του Πελέ ήταν εξαιρετική χωρίς όμως να στεφθεί τελικά σκόρερ της συνάντησης. Στον ημιτελικό στις 17 Ιουνίου, η μεγάλη μάχη με την Ουρουγουάη βρήκε ξανά νικήτρια τη «σελεσάο» με 3–1. Η Βραζιλία είχε αποκτήσει τη συμπαράσταση του κόσμου με τον εντυπωσιακό τρόπο παιχνιδιού της και υποστηρίχθηκε από τους Μεξικανούς φιλάθλους.

«Είμαι θαυμαστής του Πελέ από πολύ παλιά όταν ήμουν παιδί, και αργότερα υπήρχε πάντα αυτό για τον Πελέ και το Μαραντόνα. Ήμουν νέος και εντυπωσιασμένος ως παιδί, αλλά για μένα ήταν πάντα ο Πελέ».

Άλεξ Φέργκιουσον, Άγγλος προπονητής.

Ο τελικός χαρακτηρίστηκε με ακρίβεια ως futebol arte (ποδόσφαιρο τέχνη) εναντίον futebol de resultado (ποδόσφαιρο για το αποτέλεσμα) και αποτελεί μία από τις καλύτερες επιδείξεις επιθετικού ποδοσφαίρου από μία ομάδα στην ιστορία του θεσμού. Στο Στάδιο Αζτέκα της πόλης του Μεξικού απέναντι στην πρωταθλήτρια Ευρώπης Ιταλία (21 Ιουνίου) μπροστά σε 112.000 θεατές, από τους οποίους 10.000 Βραζιλιάνοι, ο Πελέ άνοιξε το σκορ στο 19ο λεπτό με εντυπωσιακή κεφαλιά (ο δεύτερος παίκτης στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων που σκόραρε σε δεύτερο τελικό μετά το Βαβά) με την ισοφάριση του Ρομπέρτο Μπονισένια να μην είναι δυνατό να σταματήσει τη βραζιλιάνικη μηχανή. Η Ιταλία είχε δεχθεί στη διοργάνωση μόνο τέσσερα γκολ σε έξι συναντήσεις αλλά ο Ζέρσον έκανε το 2–1, ο Ζαϊρζίνιο έδωσε προβάδισμα δύο γκολ και ο Κάρλος Αλμπέρτο στο 85ο λεπτό, σε μία από τις επελάσεις του, σημείωσε εκείνο το ιστορικό γκολ που τον «άκουσε» ο Πελέ δίνοντάς του τη μπάλα και στο τέλος σήκωσε πρώτος το τρόπαιο. Συνολικά οκτώ παίκτες της Βραζιλίας αντάλλαξαν τη μπάλα με προτελευταίο αποδέκτη τον Πελέ που έδωσε την εξαίσια τελική πάσα στο σκόρερ που την έστειλε με ισχυρό σουτ στα δίχτυα. Ο Ιταλός αμυντικός Ταρτσίσιο Μπούρνιτς που τον αντιμετώπισε στον τελικό, είπε για τον Πελέ μετά τον αγώνα: «Πηδήξαμε μαζί, αλλά όταν ήμουν πίσω στο έδαφος, ήταν ακόμα στον αέρα. Είχα σκεφτεί να ενθαρρύνω τον εαυτό μου: Είπα στον εαυτό μου πριν από το παιχνίδι, είναι φτιαγμένος από σάρκα και οστά όπως όλοι οι άλλοι. Αλλά έκανα λάθος». Το γκολ του Πελέ ήταν το τρίτο σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ των Βαβά και Τζεφ Χερστ.

Η παρουσία του Πελέ στον τελικό ήταν χαρακτηριστική του αλτρουισμού του χωρίς καμία επίδειξη ατομικών δεξιοτήτων αποφεύγοντας να κάνει έστω και μία ντρίμπλα. Ένας Ιταλός παίκτης πήρε την «πολυπόθητη» φανέλα του στα πλαίσια της ανταλλαγής φανέλας η οποία δημοπρατήθηκε για 260.000 ευρώ το 2002. Οι στιγμές μαγείας του «βασιλιά» που έχουν καταγράψει οι κάμερες από εκείνη τη διοργάνωση είναι πολλές με κορυφαίες αυτές δύο σημαντικών συναντήσεων: στο 19ο λεπτό στον αγώνα με την παγκόσμια πρωταθλήτρια Αγγλία και ενώ το παιχνίδι ήταν στο 0–0 έκανε καρφωτή κεφαλιά μετά από σέντρα του Ζέρσον που χάρισε την ευκαιρία στον Γκόρντον Μπανκς να κάνει την «απόκρουση του αιώνα». Ο Πελέ έχοντας περάσει τρέχοντας τον Άγγλο αμυντικό σηκώθηκε τόσο ψηλά, που και ο Μπανκς θεωρώντας ψηλή τη σέντρα, δεν περίμενε ότι θα ήταν δυνατό να μπορέσει αντίπαλος να τη φτάσει. Κατάφερε όμως να τη διώξει σχεδόν πάνω στη γραμμή του τέρματος στη δεξιά γωνία του με το ένα χέρι και με το Βραζιλιάνο να αναφωνεί «γκολ».

Στον ημιτελικό με την Ουρουγουάη ξεγελώντας τον σπουδαίο τερματοφύλακα Μαζουρκιέβιτς με μία μοναδικής έμπνευσης κίνηση, αρχικά διαφορετική από την κατεύθυνση της μπάλας και προλαβαίνοντάς την λίγα εκατοστά πριν εκείνη ακουμπήσει τη γωνία της μικρής περιοχής στα αριστερά και χωρίς πάλι να καταφέρει να σκοράρει με το τελικό σουτ να φεύγει για λίγα εκατοστά έξω από τα δίχτυα. Λειτουργώντας πρωτίστως ομαδικά άφησε τις πιο έντονες ποδοσφαιρικά μνήμες για τις προσπάθειες που δεν ευστόχησε. Σημείωσε όμως τέσσερα γκολ και μοίρασε έξι ασίστ που η FIFA αναγνωρίζει ακατάρριπτο ρεκόρ σε μία διοργάνωση, συμβάλλοντας έτσι σε 10 από τα 19 γκολ της Βραζιλίας. Τόσο η επίδοση αυτή, όσο και ο συνολικός αριθμός των ασίστ σε Παγκόσμια Κύπελλα (10) παραμένουν ρεκόρ στην ιστορία του θεσμού.

Ψηφίστηκε καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης και στην καλύτερη ενδεκάδα για δεύτερη φορά. Στις 25 Οκτώβριου της ίδιας χρονιάς το νεόδμητο στάδιο της Μασεϊό εγκαινιάστηκε έχοντας το δικό του όνομα (Estádio Rei Pelé, Στάδιο Βασιλιάς Πελέ), ο πρώτος ποδοσφαιριστής που του έγινε τέτοια τιμή εν ενεργεία.

 

Κερδίζοντας στον τελικό την Ιταλία με 4–1 η Βραζιλία κατέκτησε το τρόπαιο Ζυλ Ριμέ για τρίτη φορά και το κράτησε για πάντα στην τροπαιοθήκη της. Ο Πελέ συμμετείχε και στα τρία κερδισμένα Παγκόσμια Κύπελλα και παραμένει έως σήμερα ο μόνος που έχει κατακτήσει το τρόπαιο τρεις φορές ως παίκτης. Έχοντας αγωνιστεί σε ομάδες της εθνικής Βραζιλίας με ιδιαίτερα ταλαντούχους συμπαίκτες, ικανότατους σκόρερ, σπουδαίους δημιουργούς, πολύ υψηλού επιπέδου τεχνίτες του αθλήματος και σε δύο διαφορετικές συνθέσεις της εθνικής με διαφορετικό προπονητή και τρόπο λειτουργίας, ο Πελέ ήταν σχεδόν πάντα ο πρωταγωνιστής διαθέτοντας όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά.

Το 1.000-ό γκολ

Η επιδίωξη του χιλιοστού γκολ του Πελέ είχε επισκιάσει τη χειρότερη πορεία της Σάντος σε μια δεκαετία. Έχασε τα τέσσερα πρώτα παιχνίδια της στο Τουρνουά Ρομπέρτο Γκόμες-Πεδρόσα και ουσιαστικά έφυγε από τη διοργάνωση λίγο περισσότερο από ένα μήνα αφότου ξεκίνησε. Η κατάκτηση του πολιτειακού πρωταθλήματος Παουλίστα για τρίτη συνεχόμενη χρονιά και όγδοη με τον Πελέ στη σύνθεσή της ήταν η μόνη επιτυχία της σεζόν. Ο έλεγχος των στατιστικολόγων έδειχνε τον ακριβή αριθμό των τερμάτων από την αρχή της καριέρας του και αυτό ήταν το 909ο παιχνίδι του. Την Τετάρτη, 19 Νοεμβρίου του 1969, ώρα 11.23 το βράδυ, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, το Σάο Πάολο, τη Μπραζίλια και τις άλλες μεγαλουπόλεις της Βραζιλίας, εκατομμύρια Βραζιλιάνοι άκουγαν στο ραδιόφωνο την περιγραφή του ποδοσφαιρικού αγώνα Σάντος-Βάσκο ντα Γκάμα, με την αμυντική γραμμή της Βάσκο να προσπαθεί να μην είναι αυτή που θα δεχθεί το αποκαλούμενο milésimo. Ήταν το 78ο λεπτό, το αποτέλεσμα ήταν 1–1 και ο Πελέ έχοντας ήδη ένα δοκάρι μέχρι τότε ετοιμαζόταν για χτύπημα πέναλτι που είχε κερδίσει ο ίδιος. Αν ευστοχούσε, θα σημείωνε το χιλιοστό γκολ της καριέρας του, κάτι που κανένας ποδοσφαιριστής σε όλο τον κόσμο θεωρούταν ότι δεν είχε καταφέρει έως τότε,  αν και αξιόπιστα στοιχεία έδειχναν ότι είχαν προηγηθεί οι Φραντς Μπίντερ και Φέρεντς Πούσκας. Στη δεκαετία του 1990 και ακόμα αργότερα βεβαιώθηκε ότι είχαν προηγηθεί και άλλοι παίκτες με πρώτο τον Ούγγρο Ίμρε Σλόσσερ-Λάκατος και πιθανά πρώτο Βραζιλιάνο τον Αρτούρ Φριντενράιχ[23][527] Η εσφαλμένη αυτή εντύπωση σχετίζεται όχι μόνο με τη φήμη του αλλά και το κορυφαίο επίπεδο των διεθνών αγώνων του, κάτι που διευκόλυνε τις στατιστικές της εποχής.[528][529][530] Η αγωνία των θεατών (65.157 εισιτήρια) στο στάδιο Μαρακανά κορυφώθηκε όταν ο Πελέ έστησε την μπάλα στα 11 βήματα και πήρε φόρα για την ιστορική εκτέλεση, ενώ οι συμπαίκτες του έμειναν στα κέντρο του γηπέδου. Σούταρε ένα τεχνικό πλασέ (paradinha) προς το αντίπαλο τέρμα. Ο Αργεντινός τερματοφύλακας Εντγκάρδο Αντράντα έπεσε στη σωστή γωνία, θεαματικά αλλά μάταια, καθώς η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα του. Αμέσως οι Βραζιλιάνοι ξέσπασαν σε ξέφρενους πανηγυρισμούς. Ο Πελέ όρμησε στα δίχτυα, φίλησε τη «τυχερή» μπάλα και την πήρε για ενθύμιο, ενώ δεκάδες δημοσιογράφοι, εκατοντάδες φωτορεπόρτερ και χιλιάδες θεατές όρμησαν προς τον πρωταγωνιστή, που απογειώθηκε στα χέρια των οπαδών. Έκανε το γύρο του σταδίου επευφημούμενος δύο φορές, μία μετά το γκολ και μία μετά το τέλος του αγώνα. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους χορεύοντας σάμπα. Οι κόρνες των αυτοκινήτων χτυπούσαν ρυθμικά. «Δεν θέλω γιορτές για μένα. Πιστέψτε ότι για μένα είναι πολύ πιο σημαντικό να βοηθήσουμε τα φτωχά παιδιά και τα άτομα που έχουν ανάγκη, σκέφτομαι πάνω απ’ όλα το είδος των Χριστουγέννων που πρόκειται να περάσουν οι άνθρωποι αυτοί», ήταν η πρώτη του δήλωση. Η Βουλή διέκοψε τη συνεδρίασή της και κάλεσε τον Πελέ στην πρωτεύουσα Μπραζίλια για να τον τιμήσει και τα εθνικά ταχυδρομεία έβγαλαν ειδικό γραμματόσημο για το χρυσό γκολ. Ο αγώνας ξανάρχισε με διακοπή 20 λεπτών και έληξε με νίκη της Σάντος με 2–1. Αναμνηστική πλάκα τοποθετήθηκε στο γήπεδο και του προσφέρθηκε μία μπάλα δύο κιλών ατόφιου χρυσού. Στις 26 Μαΐου 2021 η Βάσκο ντα Γκάμα έγινε μία ακόμα ομάδα (από τις πολλές ανά την υφήλιο) που αναγόρευσαν τον Πελέ ως επίτιμο μέλος τους.

 

Χαρακτηριστικά παιχνιδιού

Ο Πελέ έγινε γνωστός για τη σύνδεση της φράσης «Το όμορφο παιχνίδι» (Joga Bonito – Ζόγκα Μπονίτο, The Beautiful Game) με το ποδόσφαιρο. Το 1977, ονόμασε την αυτοβιογραφία του My Life and the Beautiful Game («Η ζωή μου και το όμορφο παιχνίδι»). Η αφιέρωση του βιβλίου είναι «Αφιερώνω αυτό το βιβλίο σε όλους τους ανθρώπους που έκαναν αυτό το υπέροχο παιχνίδι το Όμορφο παιχνίδι». Η φράση έχει μπει στη γλώσσα ως περιγραφή για το ποδόσφαιρο, ακόμα και στην ευρεία έννοια του αθλήματος. Ο ορισμός αυτός στην πιο αντικειμενική θεώρηση υποδεικνύει τρόπο παιχνιδιού που χαρακτηρίζεται από τη διαρκή επιθετική προσπάθεια βασισμένη στην ατομική δεξιοτεχνία και προσφέρει ευχαρίστηση σε παίκτες και φιλάθλους. Το θεαματικό του παιχνίδι και η ικανότητα για πολλά και συχνά εντυπωσιακά γκολ τον έκαναν διάσημο σε όλο τον κόσμο. Δεινός σκόρερ, με ικανότητά να αντιληφθεί αμέσως και διαισθητικά να αναγνωρίσει πως και προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί ο αντίπαλός του και να τελειώνει τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν με ακριβές και ισχυρό σουτ και με τα δύο πόδια. Η αγωνιστική του παρουσία ήταν θαρραλέα και η έμπνευσή του στη δράση κορυφαία. Η εφευρετικότητά του για καινούριες κινήσεις όταν έπαιρνε τη μπάλα τον συνόδευσε ως το τέλος της καριέρας του, αποδεικνύοντας ότι το επίπεδο της ποδοσφαιρικής του νοημοσύνης ήταν ασύγκριτο με οποιοδήποτε άλλον. Ορισμένες από τις κινήσεις που πρώτος αυτός έκανε επαναλήφθηκαν αργότερα από άλλους μεγάλους ποδοσφαιριστές. Ήταν επίσης ιδιαίτερα ομαδικός παίκτης και ένας πλήρης επιθετικός με ποδοσφαιρική νοημοσύνη. Είχε δυνατότητα για ακριβείς πάσες και ικανότητα να συνδυάζεται με τους συμπαίκτες του και να τους παρέχει τελικές πάσες (ασίστ). Τα στοιχεία αυτά του έδωσαν σταδιακά και ηγετικές αρμοδιότητες, κάτι που έγινε πιο εμφανές στα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του, ωστόσο, εκτός της απόλυτης αίσθηση της ατομικής δεξιοτεχνίας που διέθετε, ήταν το πώς αναμειγνυόταν τόσο αρμονικά με τους συμπαίκτες του, στοιχείο που είναι το σημαντικότερο στα ομαδικά αθλήματα.

Στην αρχή της καριέρας του, έπαιξε ως ελεύθερος επιθετικός κινούμενος σε διάφορες θέσεις στην επίθεση. Παρόλο που συχνά κινούταν μέσα στη μεγάλη περιοχή, το ευρύ φάσμα των ικανοτήτων του του επέτρεπε επίσης να παίζει σε ένα πιο ευέλικτο ρόλο, δεύτερος επιθετικός ή σπάνια ακραίος. Αργότερα στην καριέρα του ανέλαβε ρόλο περισσότερο στη δημιουργία του παιχνιδιού πίσω από τους επιθετικούς, συνήθως λειτουργώντας ως επιθετικός μέσος. Ο τρόπος παιχνιδιού του συνδύαζε την ταχύτητα, τη δημιουργία και την τεχνική ικανότητα με τη φυσική δύναμη, την αντοχή και την ευελιξία. Η εξαιρετική του τεχνική, ισορροπία, φαντασία, ευκινησία και οι ικανότητες στη ντρίμπλα του έδωσαν τη δυνατότητα να υπερνικάει τους αντιπάλους με την μπάλα και συχνά χρησιμοποιούσε ξαφνικές αλλαγές κατεύθυνσης και περίπλοκες προσποιήσεις για να περάσει τους αμυνόμενους, όπως μία χαρακτηριστική του κίνηση η λεγόμενη «ντρίμπλε ντα βάκα» (dribble da vaca), που χρησιμοποίησε αρκετές φορές στην καριέρα του.

Ο θρύλος λέει ότι η «ντρίπλα της αγελάδας» ανακαλύφθηκε πριν πολλά χρόνια στον Αμαζόνιο, όταν οι ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές προσπαθούσαν να αποφύγουν τα ζώα που εισέβαλλαν στον αγωνιστικό χώρο και διέκοπταν το παιχνίδι. Αυτό έκανε περίπου ο Πελέ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κίνηση αποφυγής του Ουρουγουανού τερματοφύλακα στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970. Εκείνη η φάση δεν είναι απλώς η μεγαλύτερη στιγμή στην καριέρα του, αλλά η μεγαλύτερη στιγμή στην ιστορία του ποδοσφαίρου, αποδεικνύοντας το κορυφαίο τρόπο παιχνιδιού του. Μία άλλη από τις «σήμα κατατεθέν» κινήσεις του ήταν η «παραντίνια» (paradinha), η μικρή παύση που χρησιμοποιούσε όταν εκτελούσε πέναλτι.

Παρά το μέτριο ανάστημα (1,73 μ.), διακρινόταν στον αέρα, λόγω της ακρίβειάς του στις κεφαλιές, του σωστού χρονισμού και του ιδιαίτερα υψηλού άλματός του, συγκρινόμενο με αυτό των αλτικότερων μπασκετμπολιστών. Ικανότατος και στα φαλτσαριστά σουτ, ήταν ειδικός στα απευθείας φάουλ και στις εκτελέσεις πέναλτι, αν και τα πέναλτι συχνά απέφευγε να τα εκτελεί, θεωρώντας ότι ήταν δειλός τρόπος σκοραρίσματος. Μόνο τρία από τα 77 γκολ που σημείωσε με την εθνική ομάδα επιτεύχθηκαν με εκτελέσεις πέναλτι.[574] Σημείωσε 70 τέρματα σε επίσημους αγώνες με εκτελέσεις φάουλ, ρεκόρ για την εποχή του που καταρρίφθηκε τέσσερις δεκαετίες αργότερα από τον συμπατριώτη του Ζουνίνιο Περναμπουκάνο.

«Το όνομά μου είναι ο Ρόναλντ Ρίγκαν, είμαι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Αλλά δεν χρειάζεται να συστήσετε τον εαυτό σας, επειδή όλοι γνωρίζουν ποιός είναι ο Πελέ».

Ρόναλντ Ρίγκαν, Πρόεδρος των ΗΠΑ στη δεκαετία του 1980 στη συνάντηση με τον Πελέ.

Πολλές από αυτές τις ιδιότητές και προσόντα του ο Πελέ τις όφειλε και στη σωματική του κατασκευή, εκτός από το αναμφισβήτητα κορυφαίο ταλέντο του. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι σκιαγράφησε κάποτε έναν άνδρα με τα χέρια τεντωμένα σε κύκλο για να δείξει τις τέλειες αναλογίες του ανθρώπινου σώματος. Ο Βραζιλιάνος φαίνεται να ταίριαζε σε αυτό. Τα πόδια του είναι εντελώς παράλληλα και το οστό στη φτέρνα του είναι εξαιρετικά ισχυρό και ανεπτυγμένο, γεγονός που του έδινε πλεονεκτήματα στις κινήσεις του. Τη δεκαετία του 1960 ειδικοί της ιατρικής εξέτασαν τη λεπτή, αθλητική μορφή του για εβδομάδες σε πανεπιστημιακό εργαστήριο. Τον προσκάλεσαν, σταθεροποίησαν το κεφάλι του για μελέτη, μέτρησαν τους μύες και τον εγκέφαλό του και όταν τελείωσαν ανακοίνωσαν: «Ό,τι κι αν αυτός ο άνθρωπος έχει αποφασίσει να κάνει σε οποιαδήποτε σωματική ή διανοητική προσπάθεια, θα γίνει ιδιοφυΐα». Παρά το γεγονός αυτό έδινε μεγάλη σημασία από την αρχή της καριέρας του στην καλή προετοιμασία, προπονούμενος σκληρά «επενδύοντας» στον εαυτό του και τις ικανότητές του και αναζητώντας συνεχώς θετική ενέργεια. Η φιλοσοφία της διαρκούς βελτίωσης είχε καλλιεργηθεί μέσα του από τα παιδικά του χρόνια, προερχόμενη από την αυστηρή κριτική του πατέρα του.

Ήταν επίσης χαρισματικός και φιλότιμος στο γήπεδο. Το ζεστό του αγκάλιασμα με τον Μπόμπι Μουρ μετά το παιχνίδι της Βραζιλίας με την Αγγλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 θεωρείται ως η ενσάρκωση του αθλητικού πνεύματος, με την εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς να δηλώνει ότι η εικόνα αυτή «συνέβαλε στον σεβασμό που είχαν δύο μεγάλοι παίκτες ο ένας για τον άλλον. Καθώς αντάλλαζαν φανέλες, αγγίγματα και βλέμματα, το αθλητικό πνεύμα μεταξύ τους φαίνεται στην εικόνα. Καμία χαιρεκακία, κανένας πανηγυρισμός με σφιγμένη γροθιά από τον Πελέ. Καμία απόγνωση ή ηττοπάθεια από τον Μπόμπι Μουρ».[584][585] Κέρδισε επίσης τη φήμη ενός πολύ αποφασιστικού παίκτη, λόγω της ικανότητάς του να σημειώνει κρίσιμα τέρματα σε σημαντικούς αγώνες. Ο Αργεντινός παγκόσμιος πρωταθλητής προπονητής Σέσαρ Λουίς Μενότι (η αξιοπιστία του οποίου θεωρείται υψηλή) έχοντας αγωνιστεί ως παίκτης απέναντι στον Πελέ (και βραχύβια συμπαίκτης του), τον χαρακτήρισε ως καλύτερο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών (και ασύγκριτο σε σχέση με άλλους κορυφαίους) σα μίγμα προσόντων άλλων κορυφαίων όπως οι Ντι ΣτέφανοΚρόιφΜαραντόνα και Μέσι.

Είπαν για τον Πελέ

  • «Ο μεγαλύτερος παίκτης στην ιστορία ήταν ο Ντι Στέφανο. Αρνούμαι να κατατάξω τον Πελέ ως παίκτη. Ήταν πάνω από αυτό». Φέρεντς Πούσκας
  • «Ο Πελέ είναι ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών. Καλύτερος από τον Μέσι και τον Κριστιάνο Ρονάλντο που και οι δύο είναι μεγάλοι παίκτες». Αλφρέδο Ντι Στέφανο
  • «Μπορώ να γίνω νέος Ντι Στέφανο, αλλά δεν μπορώ να είμαι νέος Πελέ. Αυτό είναι κάτι που ξεπερνά τα όρια της λογικής». Γιόχαν Κρόιφ
  • «Ο Πελέ έπαιξε σε μια εποχή που είχε τόσους πολλούς σπουδαίους παίκτες και σε αυτή την ατμόσφαιρα ξεχώριζε πάνω από τους άλλους, ήταν ο πλήρης παίκτης από κάθε άποψη, αλλά και ένας καλός άνθρωπος, ο Ρονάλντο είναι ακόμα νέος και έχει πολλά χρόνια μπροστά από τον εαυτό του, αλλά από τώρα δεν βλέπω κανέναν που να μπορεί να συγκριθεί με τον Πελέ». Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα
  • «Χωρίς αμφιβολία ο Πελέ είναι ο κορυφαίος όλων. Όταν ο Θεός έφτιαξε τον Πελέ έβαλε επάνω του ότι χρειάζεται ένας ποδοσφαιριστής να έχει. Ήξερε πως να σουτάρει, πως να ντριμπλαρει, πως να χρησιμοποιεί το κεφάλι του. Τεχνικά, τακτικά, σωματικά, ψυχικά ήταν ο καλύτερος». Ζίκο
  • «Τώρα ο Μέσι είναι ο κορυφαίος όλων, είναι η ώρα του. Όμως, ο κορυφαίος όλων των εποχών είναι ο Πελέ. Είναι πάνω από τον Μέσι». Φραντς Μπεκενμπάουερ
  • «Υπάρχει ο Πελέ, ο άνθρωπος και μετά ο Πελέ, ο παίκτης. Και το να παίζεις σαν τον Πελέ είναι να παίζεις σαν τον Θεό». Μισέλ Πλατινί
  • «Ο Πελέ με αποκάλεσε ως τον καλύτερο ποδοσφαιριστή του κόσμου. Αυτή είναι η απόλυτη επιδοκιμασία για εμένα». Τζορτζ Μπεστ
  • «Ο Πελέ ήταν ο πιο ολοκληρωμένος παίκτης που έχω δει ποτέ, είχε τα πάντα. Δύο καλά πόδια, μαγεία στον αέρα. Γρήγορος. Δυνατός. Θα μπορούσε να νικήσει τους αντιπάλους με δεξιότητα. Θα μπορούσε να ξεπεράσει τους ανθρώπους. Με μόνο αυτό το ύψος έμοιαζε με έναν τεράστιο αθλητή στο γήπεδο. Ήταν ο καλύτερος γιατί μπορούσε να κάνει οτιδήποτε και όλα σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Θα μπορούσε να παίξει σε οποιαδήποτε θέση». Μπόμπι Μουρ
  • «Θα χρειαστούν 100 χρόνια για να εμφανιστεί ένας νέος Πελέ». Ντίντι
  • «Ο Πελέ ήταν ένα φαινόμενο ποδοσφαιριστή. Μία ιδιοφυία. Όσοι θέλουν να τον συγκρίνουν με άλλους είναι… ηλίθιοι». Φέρεντς Πούσκας
  • «Τώρα ο Μέσι είναι ο κορυφαίος όλων, είναι η ώρα του. Όμως, ο κορυφαίος όλων των εποχών είναι ο Πελέ. Αν χρησιμοποιούσατε τη λέξη τελειότητα, ο Πελέ είναι σχεδόν εκεί». Φραντς Μπεκενμπάουερ
  • «Μερικές φορές νιώθω σαν να επινοήθηκε το ποδόσφαιρο για αυτόν τον μαγικό παίκτη». Μπόμπι Τσάρλτον
  • «Νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που ήταν ακόμα καλύτερος (από τον Μέσι) και αυτός είναι ο Πελέ που χρησιμοποίησε και τα δύο πόδια στο γήπεδο, ήταν τόσο επικίνδυνος με το δεξί του όσο ήταν με το αριστερό του καλά, και δημιούργησε πολλές ευκαιρίες». Τζιάνι Ριβέρα

Πηγές :[329][335][592][593][594][595][596]

Σημείωση : Όλοι οι ανωτέρω έχουν ψηφιστεί στους 25 κορυφαίους του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS.

Μετά το ποδόσφαιρο

Το 1977, ο ΟΗΕ του έδωσε τον τίτλο «πρεσβευτής στον κόσμο» ή πιο απλά «πολίτης του κόσμου», όπως αναφέρεται στο δίπλωμα που του επέδωσε ο τότε γενικός γραμματέας Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ.[46][197][597] Τον Απρίλιο του 1994, ο Πελέ ορίστηκε Πρεσβευτής Καλής Θέλησης της ΟΥΝΕΣΚΟ. Το διάστημα 1994–2000 ήταν διευθυντής εξωτερικών υποθέσεων και συντονιστής των τμημάτων βάσης της Σάντος.

Πελέ
Υπουργός Αθλητισμού
Περίοδος
1 Ιανουαρίου 1995 – 1 Μαΐου 1998
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση 23  Οκτωβρίου 1940, Três Corações
Θάνατος 29  Δεκεμβρίου 2022[600][601][602]
Hospital Israelita Albert Einstein[603][602]
Εθνότητα Βραζιλιάνος
Υπηκοότητα Βραζιλία
Xuxa (1981–1986)[604]
Επάγγελμα Ποδοσφαιριστής
Βραβεύσεις Ταξιάρχης του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (1997)
Order of Rio Branco (1967)
επίτιμος πολίτης της Βαλτιμόρης (30  Μαΐου 1973)
Distinguished Guest of Mexico City (2009)
Llaves de la Ciudad de México (2009)
BBC World Sport Star of the Year (1970)
Νοτιοαμερικανός Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς (1973)
National Order of Merit (1991)
Ballon d’Or Dream Team (2020)
FWA Tribute Award (2018)
Laureus Lifetime Achievement Award (2000)
BBC Sports Personality of the Year Lifetime Achievement Award (2005)
Τάγμα Αξίας της FIFA (1984)
FIFA Player of the Century (2000)
Ολυμπιακό Τάγμα (2016)
FIFA Presidential Award (2007)
Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής (1963)
Marca Leyenda (1997)
Χρυσή Μπάλα adidas (1970)
Υπογραφή
 Σχετικά πολυμέσα

Το 1995, ο πρόεδρος της Βραζιλίας Φερνάντο Καρντόσο τον όρισε στη θέση του υπουργού αθλητισμού, ο πρώτος μαύρος υπουργός στην ιστορία της χώρας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πρότεινε νομοθεσία για τη μείωση της διαφθοράς στο ποδόσφαιρο της Βραζιλίας που είχε διογκωθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, εξασφάλιζε την ανεξαρτησία της αθλητικής δικαιοσύνης, έδινε δικαιώματα στους ποδοσφαιριστές στις σχέσεις τους με τα σωματεία και δημιουργούσε δυνατότητες συλλογής κεφαλαίων για τα ολυμπιακά αθλήματα, η οποία έγινε γνωστή ως «νόμος Πελέ». Απομακρύνθηκε από τη θέση του το 1998, σε αναδιάταξη του υπουργικού συμβουλίου έχοντας αντιδράσεις από αρκετούς προέδρους μεγάλων συλλόγων της χώρας για τη νομοθετική του πρωτοβουλία. Παρόλα αυτά ο νόμος τέθηκε σε εφαρμογή το 2001 όπως προβλεπόταν στον αρχικό του σχεδιασμό. Κατηγορήθηκε επίσης ότι συμμετείχε σε σκάνδαλο διαφθοράς που καταχράστηκε 700.000 δολάρια από τη UNICEF, αν και δεν αποδείχθηκε τίποτα και η UNICEF το αρνήθηκε. Συνεργάζεται στενά επί μακρόν με το Νοσοκομείο Pequeno Principe στην Κουριτίμπα της Βραζιλίας, που έχει γίνει το μεγαλύτερο παιδιατρικό νοσοκομείο της χώρας και σημαντικό ερευνητικό κέντρο.

Μετά το τέλος της καριέρας του, ο Πελέ συμμετείχε σε διαφημίσεις για αρκετές πολυεθνικές εταιρείες, ανέπτυξε δική του επιχειρηματική δραστηριότητα αποκομίζοντας υψηλά εισοδήματα με αρκετούς επικριτές του να τον κατηγορούν ότι ξέχασε από που προήλθε. Ήδη από μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, άρχισε να προωθεί ένα ευρύ φάσμα προϊόντων στη Βραζιλία και στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που δεν είχαν καμία σχέση με τον αθλητισμό. Υπήρξε όμως επιλεκτικός προσέχοντας το μήνυμα που στέλνει στα παιδιά αρνούμενος να διαφημίσει προϊόντα καπνού ή αλκοόλ. Είχε επικριθεί επίσης ότι έχει αγαπήσει τη δύναμη του χρήματος όμως η ιστορία έδειξε ότι απλά βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για τον τύπο του επαγγελματισμού που τελικά επικράτησε. Εγκατέλειψε την επιχειρηματική δραστηριότητα το 2013. Το 1993 κατηγόρησε δημόσια τον πρόεδρο της Βραζιλιάνικης Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Ρικάρντο Τεχέιρα για τη διαφθορά μετά την απόρριψη της τηλεοπτικής εταιρείας του Πελέ σε διαγωνισμό για τα δικαιώματα της Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Οι κατηγορίες αυτές οδήγησαν σε οκταετή διαμάχη μεταξύ τους. Ως συνέπεια της υπόθεσης, ο πρόεδρος της FIFA Ζοάο Χαβελάνζε (που είχε χρησιμοποιήσει τη φήμη του Πελέ στην προεδρική του εκλογή το 1974), απαγόρευσε στον Πελέ να συμμετάσχει στην κλήρωση για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Ο Πελέ είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητα των Η.Π.Α. αποκτώντας αντιπάθειες στο κοινό της πατρίδας του, η οποία ήταν επίσης υποψήφια. Του επισυνάφθηκε ότι θα είχε μεγάλο οικονομικό όφελος από την ανάληψη της διοργάνωσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η δική του τοποθέτηση ήταν ότι η Βραζιλία δεν ήταν οικονομικά και πολιτικά έτοιμη.

Το Δεκέμβριο του 1999 ήρθε ίσως η σημαντικότερη τιμητική διάκριση, αυτή του «Αθλητή του αιώνα» από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (Δ.Ο.Ε.), παρά το γεγονός ότι δεν συμμετείχε σε Ολυμπιακούς Αγώνες κατά τη διάρκεια της αθλητικής σταδιοδρομίας του. Ψηφίστηκε πρώτος μπροστά από τους χρυσούς Ολυμπιονίκες Μοχάμεντ Άλι (2ος), Καρλ Λιούις (3ος), Μάικλ Τζόρνταν (4ος) και Μαρκ Σπιτς (5ος). Το 2020 στην επέτειο των 80ών γενεθλίων του ο πρόεδρος της Δ.Ο.Ε. Τόμας Μπαχ ευχήθηκε δηλώνοντας ότι ο Πελέ είναι «Ολυμπιακός αθλητής επειδή έζησε με τις Ολυμπιακές αξίες σε όλη την καριέρα του». Το 2000, σε παγκόσμια δημοσκόπηση της FIFA στο διαδίκτυο για την ανάδειξη του καλύτερου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, ήρθε δεύτερος με 18,5 %, ενώ πρώτος με 53,6 % ήρθε ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ενώ αντίθετα, στην ψηφοφορία της FIFA «Football family» και των αναγνωστών του περιοδικού «FIFA Magazine» ο Πελέ ήρθε πρώτος με 72,7 % των ψήφων. Την ίδια χρονιά η Διεθνής Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) τον βράβευσε ως τον κορυφαίο σκόρερ πρώτης κατηγορίας του 20ού αιώνα με 541 τέρματα σε 560 αγώνες.

Ο Πελέ έχει δημοσιεύσει αυτοβιογραφίες, πρωταγωνίστησε σε ταινίες ντοκιμαντέρ και σε μουσικά κομμάτια, συμπεριλαμβανομένου του σάουντρακ για την ταινία «Πελέ» το 1977. Πιο αξιοσημείωτη συγγραφή του θεωρείται το βιβλίο με τον τίτλο Why Soccer Matters, μια ωδή στο ποδόσφαιρο – η ιστορία του αθλήματος καθώς και η εμπειρία του με αυτό. Αναφέρεται σε πέντε Παγκόσμια Κύπελλα, ξεκινώντας από το 1950 και τελειώνοντας το 2014, όταν η Βραζιλία το φιλοξένησε για τελευταία φορά. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη ταινία σκηνοθεσίας του Τζον Χιούστον του 1981, όπου εμφανίζονται επίσης οι Σιλβέστερ Σταλόνε και Μπόμπι Μουρ και αναφέρεται σε αιχμαλώτους πολέμου που έπαιζαν ποδόσφαιρο εναντίον των Γερμανών («Η μεγάλη απόδραση των 11», αγγλικός τίτλος Escape to Victory) και θεωρείται από τις καλύτερες ταινίες στο χώρο του αθλητισμού. Το 2004 παρουσιάστηκε το Pelé Eterno, του Βραζιλιάνου σκηνοθέτη Άνιμπαλ Μασάινι Νέτο, που ήταν ένα ντοκιμαντέρ αποτέλεσμα τριών και πλέον ετών έρευνας και προετοιμασίας του υλικού. Ο σκηνοθέτης ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο αναζητώντας αδημοσίευτο υλικό για τον Πελέ, οτιδήποτε κατέγραφε την καριέρα του που έκρινε άξιο επιλογής. Το φιλμ περιέχει 400 γκολ, 3.000 φωτογραφίες, 2.100 αφηγήσεις γκολ, 150 μαρτυρίες και ακόμη 1.500 τίτλους εφημερίδων από διάφορες χώρες. Τον Νοέμβριο του 2007, ο Πελέ παρευρέθηκε στην 150η επέτειο του παλαιότερου ποδοσφαιρικού συλλόγου στον κόσμο, της Σέφιλντ ΦΚ: ήταν ο επίτιμος προσκεκλημένος του εορταστικού αγώνα του συλλόγου με αντίπαλο την Ίντερ. Στο πλαίσιο της επίσκεψής του, εγκαινίασε μια έκθεση που περιελάμβανε την πρώτη δημόσια προβολή των αρχικών χειρόγραφων κανόνων του ποδοσφαίρου. Συμμετείχε ακόμα στην κλήρωση των ομάδων για την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2006. Την 1η Αυγούστου 2010, ανακηρύχθηκε ως Επίτιμος Πρόεδρος ενός αναβιωμένου Κόσμου της Νέας Υόρκης, με στόχο τη δημιουργία ομάδας στο νέο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου των Η.Π.Α. (Μέιτζορ Λιγκ Σόκερ – MLS).[644][645] Η προσπάθεια αυτή δεν στέφθηκε τελικά με επιτυχία.

Η πιο αξιοσημείωτη δραστηριότητα της ζωής του εκτός από το ποδόσφαιρο είναι το πρεσβευτικό του έργο. Το 1992 διορίστηκε πρεσβευτής του ΟΗΕ για την οικολογία και το περιβάλλον. Του απονεμήθηκε επίσης το χρυσό μετάλλιο της Βραζιλίας για εξαιρετικές υπηρεσίες στο άθλημα το 1995. Ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο παρέδωσε τα μηνύματά του με το ίδιο πάθος που τον έκαναν κορυφαίο παίκτη. Με το διάσημο χαμόγελό του λέει στους ανθρώπους: «Πρέπει να εργαστούμε μαζί για να φροντίσουμε ο ένας τον άλλον και να κάνουμε αυτό τον κόσμο καλύτερο μέρος για τα παιδιά και τους φτωχούς», γιατί θυμάται πώς ήταν φτωχός και αυτός ως παιδί. Το 2012, τιμήθηκε με τιμητικό πτυχίο από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου για «σημαντική συμβολή στα ανθρωπιστικά και περιβάλλοντάρα προβλήματα, καθώς και τα αθλητικά του επιτεύγματα».[

Το 2007 δεν υποστήριξε την υποψηφιότητα της Βραζιλίας στην ανάληψη της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014. Οι έντονες διαμαρτυρίες που εκφράστηκαν από τους συμπατριώτες του πριν τη έναρξη τον βρήκαν ως ένα βαθμό υποστηρικτή: «Είναι σαφές ότι από πολιτική άποψη, τα χρήματα που δαπανήθηκαν για την κατασκευή των σταδίων ήταν πολλά, και σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν περισσότερα από όσα θα έπρεπε», είπε κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης. «Μερικά από αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να είχαν επενδυθεί σε σχολεία, σε νοσοκομεία… Η Βραζιλία το χρειάζεται. Σε αυτό το σημείο, συμφωνώ (με τις διαμαρτυρίες). Αλλά θρηνώ για το τι κάνουν οι διαδηλωτές, οι οποίο σπάνε και καίνε τα πάντα. Θα πρέπει να ξοδέψουμε ξανά». Ο ίδιος δεν παραβρέθηκε σε καμία εκδήλωση της διοργάνωσης. Αντίθετα, το 2009 υποστήριξε την υποψηφιότητα του Ρίο ντε Τζανέιρο για τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016. Τον Ιούλιο του 2009 πρωτοστάτησε στην παρουσίαση του Ρίο 2016 στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εθνικών Ολυμπιακών Επιτροπών της Αφρικής στην Αμπούζα της Νιγηρίας. Στις 12 Αυγούστου 2012, συμμετείχε στη σύνοδο κορυφής στο Λονδίνο, μέρος μιας σειράς διεθνών προσπαθειών να ανταποκριθούν στην επιστροφή της πείνας ως υψηλού επιπέδου παγκόσμιο ζήτημα.

 

Το 2011 ήταν ένα από 15 τα πρώτα μέλη που εισήχθησαν στην Αίθουσα Φήμης του Ποδοσφαίρου (Hall of Fame) στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού. Στις 13 Ιανουαρίου του 2014 η FIFA σε συνεργασία με το γαλλικό περιοδικό France Football απένειμαν στον Πελέ στη Ζυρίχη την τιμητική FIFA Ballon d’Or Prix d’honneur (η μόνη που έχει δοθεί), ως επιβράβευση της αξίας και της προσφοράς του ως κορυφαίου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, που δεν είχε τη δυνατότητα να τιμηθεί με το βραβείο της Χρυσής Μπάλας με βάση τον τρόπο λειτουργίας της έως το 1995.[656][657][658]

Από το 2014 λειτουργεί μουσείο του στη πόλη που δοξάστηκε, Σάντος. Το μουσείο περιέχει 2.400 αντικείμενα από όλη τη ζωή του, συμπεριλαμβανομένου και υλικού από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950. Από το 2010 άγαλμά του υπάρχει σε κεντρική πλατεία της γενέτειρας πόλης του. Την ίδια χρονιά κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στη Βραζιλία αποκαλύφθηκε ότι ο Πελέ είχε υποβληθεί σε αφαίρεση του ενός νεφρού του μετά από τραυματισμό του σε αγώνα της αμερικανικής περιόδου της σταδιοδρομίας του. Το γεγονός δεν είχε γίνει τότε γνωστό στον τύπο. Από τότε αντιμετώπισε σειρά προβλημάτων υγείας που περιόρισαν την κινητικότητά του με τις δημόσιες εμφανίσεις του να γίνονται όλο και πιο σπάνιες, αλλά χωρίς να χάσει τη χαρισματικότητα ή την αίσθηση του χιούμορ

Το 2015 το γαλλικό περιοδικό France Football, δημιουργός του βραβείου της Χρυσής Μπάλας, δημοσίευσε μια επανεκτίμηση των νικητών πριν από το 1995, όταν μόνο Ευρωπαίοι παίκτες είχαν δικαίωμα διεκδίκησης του τίτλου που απονέμει. Σύμφωνα με την επανεκτίμηση, ο Πελέ θα ήταν επτά φορές άξιος νικητής του βραβείου.

Το 2016 τιμήθηκε από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή με το ασημένιο Ολυμπιακό Τάγμα, την ύψιστη τιμή για έναν αθλητή. Την ίδια χρονιά διέθεσε πάνω από 2.000 αντικείμενα σε τριήμερη δημοπρασία στο Λονδίνο, μεταξύ αυτών και τα μετάλλια του Παγκοσμίου Κυπέλλου, προκειμένου να συγκεντρωθούν κεφάλαια για φιλανθρωπικούς σκοπούς, το νοσοκομείο παίδων που χρηματοδοτεί αλλά και την ενίσχυση της πρώην ομάδα του, Σάντος. Περίοπτη θέση είχε η ρέπλικα του τροπαίου «Ζιλ Ριμέ», η οποία του δόθηκε το 1970 μετά την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου που έγινε στο Μεξικό. Το τρόπαιο πωλήθηκε για 500.000 ευρώ, ενώ το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε ήταν 4,4 εκατομμύρια ευρώ.

Το 2017 η ισπανική εταιρεία MDF Family Partners, βασιζόμενη στο σύνολο ατομικών και ομαδικών επιτυχιών, διάρκεια καριέρας και άλλων παραγόντων κατέταξε τον Πελέ ως τον κορυφαίο στην ποδοσφαιρική ιστορία. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και προγενέστερη μελέτη (2007) της Ένωσης Στατιστικολόγων Ποδοσφαίρου (Association of Football Statisticians). Το 2018 πρωτεύσε για μία ακόμη φορά ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών σε ψηφοφορία που διοργάνωσε η βρετανική εφημερίδα Independent. Συμπληρώθηκαν τότε έξι δεκαετίες από την παγκόσμια πρεμιέρα γεγονότων γύρω από το όνομά του, ο αθλητής που περισσότερο από όλους χρονικά συμμετέχει με τον τρόπο του σε αθλητικά δρώμενα.

Το Σεπτέμβριο του 2018 ο Πελέ ανακοίνωσε τη δημιουργία του «Ιδρύματος Πελέ» (Pele Foundation) με σκοπό την υποστήριξη άπορων και απομονωμένων κοινωνικά παιδιών. Το Φεβρουάριο του 2020 η Βραζιλιάνικη Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία (CBF) αποκάλυψε άγαλμα του Πελέ στην έδρα της στο Ρίο ντε Τζανέιρο, η πρώτη από μια σειρά εκδηλώσεων για τον εορτασμό της 50ής επετείου του θριάμβου του τρίτου Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να παρευρεθεί για λόγους υγείας.[678][679] Στην προσωπική του ζωή παντρεύτηκε τη Ροσιμέρι Τσίμπι, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά (Εντίνιο, Τζένιφερ, Κέλι), καθώς και με την τραγουδίστρια Ασίρια Νασιμέντο, μητέρα των διδύμων Ζόσουα και Σελέστε, ενώ είχε επίσης μια κόρη από την πρώην οικονόμο του Ανίζια Μασάντο, τη Σάντρα Αράντες, η οποία απεβίωσε το 2006. Λίγο πριν συμπληρώσει 76 χρόνια ζωής παντρεύτηκε την 50χρονη επιχειρηματία ιαπωνικής καταγωγής Μάρσια Σιμπέλε Αόκι. Ο Εντίνιο ακολούθησε το δρόμο του πατέρα του ως ποδοσφαιριστής αγωνιζόμενος στη Σάντος ως τερματοφύλακας.[220]

Το Σεπτέμβριο του 2021 μετά από νοσηλεία ενός σχεδόν μήνα στο νοσοκομείο «Άλμπερτ Αϊνστάιν» του Σάο Πάολο, ο Πελέ διαγνώστηκε με καρκίνο παχέος εντέρου για τον οποίο και χειρουργήθηκε.[681][682] Οι κύκλοι χημειοθεραπείας που ακολούθησαν δεν απέδωσαν, όπως ανακοινώθηκε μετά την έναρξη νοσηλείας του στο ίδιο νοσοκομείο στις 29 Νοεμβρίου 2022. Απεβίωσε στις 29 Δεκεμβρίου 2022 σε ηλικία 82 ετών.

«Ο Πελέ ήταν ένας από τους λίγους που αντιτίθεται στη θεωρία μου: αντί για 15 λεπτά φήμης θα έχει 15 αιώνες».

Άντι Γουόρχολ 

Η κληρονομιά του

Ο Πελέ αγάπησε το ποδόσφαιρο και κυριάρχησε σε αυτό για δύο δεκαετίες με ένα πάθος που ταιριάζει μόνο με αυτό των οπαδών του σε όλο τον κόσμο. Όταν άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο, τα μόνα εμπόδια που ενδιαφέρονταν να διαλύσει ήταν τα τείχη των αμυντικών ανάμεσα σε αυτόν και το αντίπαλο τέρμα. Καθώς η καριέρα του προχώρησε στο μεγαλείο της και παραβίασε αυτές τις άμυνες περισσότερες από χίλιες φορές, άρχισε να διαλύει πιο σημαντικά εμπόδια εκτός γηπέδου με σημαντικότερο τη διάδοση των αρχών του ποδοσφαίρου. Αρχικά αυτό ήταν ένα υποπροϊόν της λαμπρότητάς του ως ποδοσφαιριστή. Στη συνέχεια, καθώς συνειδητοποίησε τις δυνατότητες της κατάστασής του στη χρονική περίοδο που το άθλημα άρχισε να μετατρέπεται μέσω της τηλεόρασης σε παγκόσμια επεκτεινόμενο θέαμα υψηλής δημοφιλίας, το αξιοποίησε. Ως παίκτης, πήγε το ποδόσφαιρο στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ακόμη και στο ευρέως αχαρτογράφητο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ως άνθρωπος, μέσω της προσωπικότητάς του και της φιλανθρωπικής του δουλειάς, έσπασε εμπόδια για ανθρώπους, από τους συμπαίκτες του μέχρι σε παιδιά σε όλο τον κόσμο. Ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε, είναι υπεύθυνος για την παγκόσμια αθλητική κυριαρχία του ποδοσφαίρου αποτελώντας το σημαντικότερο πρεσβευτή του.

Υπάρχουν λίγοι άνθρωποι που έχουν επιτύχει τέτοιας έκτασης παγκόσμια φήμη (ειδικά στην εποχή του) και ακόμη λιγότεροι που δεν έχουν λυγίσει στην πίεση και την αίσθηση ευθύνης που συνοδεύει ένα τόσο έντονο προσκήνιο. Χρησιμοποίησε τη δική του θέση και φήμη για το καλό των γύρω του και αυτό είναι ένα ακόμη κομμάτι του θρύλου του. Αν και δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει ότι είναι άνθρωπος και έχει κάνει λάθη, ως δημόσιο πρόσωπο φαίνεται ότι δεν έχει γνωρίσει την οποιαδήποτε περιφρόνηση, πιθανά λόγω του αξιέπαινου χαρακτηριστικού του, της ταπεινότητας. Στο βιβλίο του «Το ποδόσφαιρο στον ήλιο και τη σκιά» (El fútbol a sol y sombraαγγλικάSoccer in Sun and Shadow), ο Εδουάρδο Γκαλεάνο καταγράφει γλαφυρά την ουσία: «όσοι από εμάς είμασταν αρκετά τυχεροί που τον βλέπαμε να παίζει, λάβαμε ελεημοσύνη εξαιρετικής ομορφιάς: στιγμές τόσο άξιες της αθανασίας, που κάνουν να πιστεύουμε ότι υπάρχει αθανασία».[437][694]

Η επιρροή του στη Βραζιλία σταδιακά εξαπλώθηκε με την τηλεόραση να έχει μεταφέρει τις υπέροχες παραστάσεις του στα χωριά της μεγάλης του πατρίδας. Τουλάχιστον 73 σύλλογοι ποδοσφαίρου που ονομάζονταν Σάντος ήταν εγγεγραμμένοι στην Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της χώρας και έτσι ο Πελέ έχει καταγραφεί στη φαντασία των Βραζιλιάνων νεαρών και κάθε αγόρι στη χώρα θέλει να παίξει για μία Σάντος. Σε άλλες χώρες, οι κορυφαίοι σύλλογοι παλεύουν μεταξύ τους για τους πολλά υποσχόμενους εφήβους, αλλά επειδή η Σάντος μπορεί να προσφέρει την ευκαιρία να παίζει στο όνομα του εθνικού κόσμου της Βραζιλίας μπορούν να επιλέξουν, όχι μόνο από την πολιτεία του Σάο Πάολο, αλλά και από ολόκληρη τη χώρα. Μπορεί κάποιος να μετρήσει καλύτερα την επίδραση του Πελέ με το όνομα της βάπτισής του. Σύμφωνα με το Βραζιλιάνικο Ινστιτούτο Γεωγραφίας και Στατιστικής, το όνομα Έντσον εξερράγη μετά από τα κατορθώματά του. Στη δεκαετία του 1950, υπήρχαν 43.511 άτομα που ονομάστηκαν Έντσον στη Βραζιλία. Δύο δεκαετίες αργότερα ο αριθμός είχε αυξηθεί σε πάνω από 111.000. Το ενδιαφέρον είναι ότι η φήμη του κατάφερε να περάσει από γενιά σε γενιά, κάτι που δεν είναι τόσο κοινό στη μεγάλη Νοτιοαμερικάνικη χώρα. Ο πολιτισμός της έχει ιστορία λησμονιάς των ειδώλων του. Αλλά ο Πελέ κατάφερε να παραμείνει παρών στα μέσα ενημέρωσης και αυτό με την εικόνα που είχε στο αποκορύφωμά του. Το 2014 η Σάντος υπέγραψε συμβόλαιο επ’ άπειρο στη χρήση του ονόματός του στο μέλλον.

Σε πολλά από τα γήπεδα που έπαιξε, υπάρχουν αναμνηστικές πλάκες για το γεγονός. Στην ακμή του, η φήμη του ήταν ισοδύναμη με εκείνη του Έλβις Πρίσλεϊ και της Μέριλιν Μονρόε. Σε μία κοινωνία που δεν είχε τίποτα σαν τη λατρεία των διασημοτήτων που υπάρχει σήμερα, ο Πελέ ακολουθούνταν παντού. Οι θαυμαστές τον κυνηγούσαν για αυτόγραφα και περιβαλλόταν μόνιμα από φωτογράφους, οι οποίοι συνέλαβαν και αποθανάτιζαν κάθε φάση της ζωής του. Έγινε ένα πρόσωπο εξαιρετικής σημασίας για ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Απέδειξε ότι οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από το υπόβαθρό του, θα μπορούσε να τα καταφέρει στον αθλητισμό εάν είχε το ταλέντο και την αποφασιστικότητα να πετύχει Είχε την ιδιαίτερη ικανότητα να συνδέεται με άτομα από διαφορετικά υπόβαθρα. Ίσως είναι η αισιοδοξία και το καλό του πνεύμα, ή ίσως το γεγονός ότι καταλαβαίνει τις δυσκολίες στις οποίες προσπαθούν να ανταπεξέλθουν τόσα πολλά άτομα στον κόσμο. Στη βιογραφία του His Life and Times, περιγράφει την πρώτη του επίσκεψη στην Αφρική ως μια αναζωογονητική εμπειρία. «Όπου πήγα, με κοίταζαν και με αντιμετώπιζαν σα θεό, σχεδόν σίγουρα επειδή εκπροσώπησα τους μαύρους σε αυτές τις χώρες. Τι θα μπορούσε να πετύχει ένας μαύρος σε μία χώρα όπου υπήρχε φυλετική προκατάληψη, καθώς επίσης και παρέχοντας φυσικές αποδείξεις ότι ένας μαύρος θα μπορούσε να γίνει πλούσιος, ακόμη και σε μια χώρα λευκών. Σε αυτούς τους ανθρώπους, που είχαν μικρή πιθανότητα να ξεφύγουν από τη συντριπτική φτώχεια στην οποία βρέθηκαν, αντιπροσώπευα μία ακτίνα ελπίδας».[

 

Η σχεδόν τριετής παρουσία του στις Ηνωμένες Πολιτείες οδήγησε σε ανάφλεξη του αθλήματος που είναι αισθητή ακόμα σήμερα. Ο αριθμός των εγγεγραμμένων ποδοσφαιριστών από λίγο πάνω από 100.000 έφτασε την εποχή της αποχώρησής του σε 400.000. Το ποδόσφαιρο γνώρισε μεγάλη άνθηση σε μία χώρα χωρίς βάσεις και καμία ουσιαστικά ιστορία στο άθλημα. Ο συγγραφέας Άντονι Χις περιέγραψε αυτό το νέο αμερικανικό φαινόμενο, την ποδοσφαιρο-μανία, στη Νέα Υόρκη: «Πέντε χιλιάδες άνθρωποι, το πιο ενθουσιασμένο πλήθος που βρέθηκε στο Αεροδρόμιο Κένεντι από τότε που οι Μπιτλς ήρθαν στη Νέα Υόρκη το 1964 για να κάνουν το The Ed Sullivan Show, κινητοποιήθηκαν για να υποδεχθούν τους νέους πρωταθλητές, και ξαφνικά ολόκληρη η πόλη μιλούσε για ποδόσφαιρο».[705] Οι περισσότεροι θεατές της τηλεόρασης δεν κατανόησαν πραγματικά τις αποχρώσεις αυτού που παρακολούθησαν, αλλά είδαν ότι ο Πελέ έκανε το ποδόσφαιρο σημαντικό στις Ηνωμένες ΠολιτείεςΟ σπόρος του ποδοσφαίρου έχει βλαστήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες με την παρουσία του και μόνο, και πάνω από 40 χρόνια μετά την αποχώρησή του, η μεγάλη αμερικανική χώρα προσπάθησε τόσο να βρει τη συνέχεια εκείνα τα χρόνια όσο και να ξαναρχίσει τα τελευταία χρόνια, αναζητώντας μεγάλους παίκτες. Κάθε νέο αστέρι είναι η ελπίδα για έκρηξη ανάλογη με εκείνη του Βραζιλιάνου. Η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994 ήταν προϊόν του απόηχου της παρουσίας του, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό.

Στη Βραζιλία της δεκαετίας του 1950, όλοι ζούσαν και πέθαιναν για το ποδόσφαιρο, που βρίσκεται στην καρδιά, το μυαλό και την ψυχή της Βραζιλίας, και είναι συνώνυμο με το έθνος. Σήμερα, φαντάζει φυσιολογικό, είναι δεδομένο ότι Βραζιλία σημαίνει η μεγαλύτερη δύναμη του αθλήματος, κανένας ωστόσο δεν αντιλαμβάνεται ότι η ιστορία του ποδοσφαίρου θα είχε γραφτεί διαφορετικά εάν το 1958 η Βραζιλία είχε ρίξει τόσο ταλέντο στο ίδιο βάραθρο. Στο διεθνές ντεμπούτο του Πελέ το 1957 με τη Βραζιλία, η χώρα του ήταν τρίτη σε σειρά δυναμικότητας στη Νότια Αμερική πίσω από την Αργεντινή και την Ουρουγουάη. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, όταν τελείωσε τη διεθνή καριέρα του, η κατάταξη είχε αλλάξει και η Βραζιλία είχε γίνει η αδιαμφισβήτητη βασίλισσα του ποδοσφαίρου, σεβαστή όχι μόνο για τους θριάμβους της, αλλά και για τον άνετο, κομψό και υπερήφανο τρόπο με το οποίο επιτεύχθηκαν. Και ο Πελέ ήταν ο ηγέτης αυτής της παγκόσμιας ανατροπής. Το ποδόσφαιρο ήταν αξιοσημείωτα διαφορετικό την περίοδο της ακμής του. Η μπάλα ήταν πολύ βαρύτερη σε σύγκριση με τον 21ο αιώνα. Η ποιότητα των γηπέδων και των ρούχων δεν ήταν πουθενά τόσο προηγμένη όσο σήμερα. Δύο άλλοι παράγοντες ήταν σημαντικοί: οι νόμοι που διέπουν το οφσάιντ ήταν πιο αυστηροί κατά τη διάρκεια της εποχής του. Το πιο σημαντικό, οι κόκκινες και κίτρινες κάρτες και οι αλλαγές εισήχθησαν μόνο μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, γεγονός που έδινε κίνητρο στους αντιπάλους του να τον αντιμετωπίσουν σκληρά μένοντας ατιμώρητοι αφήνοντας την ομάδα του με ένα παίκτη λιγότερο. Η στατιστική κυριαρχία της σημερινής εποχής δεν αντικατοπτρίζει τις διαφορές και τις ομοιότητες δύο διαφορετικών εποχών.

Πελέ ήταν αναμφισβήτητα ο πιο διάσημος ποδοσφαιριστής στον κόσμο (ίσως και ο πιο φημισμένος αθλητής) όταν ξεκίνησε η διοργάνωση του 1970 παρά το γεγονός της περιορισμένης έκθεσής του στην τηλεόραση εκτός της Βραζιλίας, όπου έπαιξε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του με το σύλλογό του. Εκτός από τα επιτεύγματα του με την κίτρινη φανέλα της εθνικής ομάδας, ήταν πάνω απ’ όλα ένας ποδοσφαιριστής του οποίου τα κατορθώματα ακόμα και οι φίλαθλοι της εποχής του είδαν λιγότερο από ό,τι φαντάζονται. Εάν η επιτυχία του 1958 ήταν αυτή μιας ιστορικής γενιάς κορυφαίων συμπαικτών του που τον καθιέρωσε στην ποδοσφαιρική κοινότητα, αυτή που έγινε δώδεκα χρόνια αργότερα είναι δική του, μία έκδοση που αποκαλύπτει μόνη της το αποτύπωμα που άφησε «ο βασιλιάς» στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου και στην ιστορία του ίδιου του ποδοσφαίρου. Οι εμφανίσεις του το 1970, μισό αιώνα αργότερα διατηρούν (λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά των εποχών και την αντικειμενική αξία τέτοιων τοποθετήσεων) τον κορυφαίο Βραζιλιάνο στη θέση του καλύτερου του αθλήματος στην ιστορία.

 

Ίσως η ανάβαση του αθλήματος σε αυτή την κορυφή όπως παρουσιάστηκε να περίμενε την εμφάνιση ενός αστέρα έξω από την Ευρώπη. Ο καιρός του Πούσκας στη μεγάλη Ουγγαρία της δεκαετίας του 1950 είχε περάσει, η βασιλεία του Ντι Στέφανο στη σαρωτική Ρεάλ Μαδρίτης των συνεχόμενων πρωταθλημάτων Ευρώπης είχε υποχωρήσει και «ο βασιλιάς» εξακολουθούσε να προσθέτει ακόμη περισσότερο κύρος κάθε χρόνο.

Μερικές φορές του έχει προσαφθεί ότι λειτούργησε ως άνθρωπος δημοσίων σχέσεων, του οποίου οι λέξεις υπολογίζονται προσεκτικά για να ευχαριστήσουν το κοινό εκείνης της ημέρας. Όμως αυτό δεν αντιπροσωπεύει το χαρακτήρα του καθώς η σχέση του με τους φιλάθλους και τον απλό κόσμο ήταν πάντα άριστη δεχόμενος να υπογράφει αυτόγραφα (συχνά μπάλες) και να φωτογραφίζεται χωρίς ίχνη μεγάλου αστέρα, δείχνοντας σεβασμό προς το κοινό.

Η επιτυχία της Εθνικής Βραζιλίας το 1970 μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις μεγαλύτερες κινήσεις δημοσίων σχέσεων στην αθλητική ιστορία. Η κυβέρνηση της Βραζιλίας συνέδεσε την αθλητική επιτυχία της ομάδας με την εγχώρια «επιτυχία» της χώρας σε κάθε ευκαιρία. Οι επικριτές του υπενθυμίζουν ότι δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ την απαράμιλλη επιρροή του για να μιλήσει ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας. Έτσι, του είχε προσαφθεί ότι ήταν προπαγανδιστικό στοιχείο της στρατιωτικής δικτατορίας κατά τη δεκαετία του 1960 και κυρίως του 1970, γεγονός που ο ίδιος έχει αποδεχθεί στα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα κάνοντας την αυτοκριτική του. Στην πατρίδα του, μία χώρα με 40 % μαύρους και ιθαγενείς πληθυσμούς και πολύ υψηλό επίπεδο περιθωριοποίησης και αναλφαβητισμού, ένας μαύρος με ταπεινή καταγωγή αφιερώθηκε στην οικουμενικότητα με την εκρηκτική δυναμική της φήμης του να ξεπερνά όλα τα όρια. Δεν ήταν αγγελιοφόρος της αντίστασης αλλά ήταν προσανατολισμένος στη δημιουργία συμμαχιών παγκόσμια.

Δέχθηκε πολιτικές πιέσεις μετά το 1964 από το δικτατορικό καθεστώς της πατρίδας του αλλά παρέμεινε πολιτικά ουδέτερος, καθώς το άθλημα στην ουσία του, τον αγωνιστικό χώρο δεν άλλαξε. Παρ’ αυτά, το 1970 διερευνήθηκε από τη στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας για πιθανή συμπάθεια σε αριστερούς πολιτικούς κρατουμένους. Θεωρήθηκε ύποπτος για την παράδοση φυλλαδίων που ζητούσαν την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων αλλά η υπόθεση δεν είχε συνέχεια.[38] Επίσης έγγραφα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας τέσσερις δεκαετίες αργότερα αποδεικνύουν ότι παρακολουθούνταν όπως και άλλοι επώνυμοι στη χώρα για τις δραστηριότητές τους τη δεκαετία του 1970.

Η άνοδος του Πελέ από ένα έφηβο μέχρι την κορυφή του κόσμου του δημοφιλέστερου αθλήματος συνόδευσε και την άνοδο της Βραζιλίας ως χώρας. Όπως τράβηξε την εθνική του ομάδα τρεις φορές (έστω και αν τη μία ήταν τραυματίας) προς την κορυφή, έτσι βοήθησε και τη χώρα του να εξελιχθεί σε πολλούς τομείς. Έγινε μέρος της εθνικής κουλτούρας της Βραζιλίας, σε μια ηπειρωτική χώρα όπου η φανέλα της «εθνικής ομάδας» ήταν κάτι παρόμοιο με την «εθνική ενότητα». Έγινε «σύμβολο της χειραφέτησης της Βραζιλίας». Επιχειρηματικά και όχι μόνο, η Βραζιλία από το 1958 και έπειτα άρχισε να ακούγεται στον υπόλοιπο κόσμο, να διαμορφώνει τη δική της υπόσταση. Δεν ήταν λίγοι αυτοί (ειδικά Ευρωπαίοι) που έμαθαν τη Βραζιλία μέσα από το ποδόσφαιρο εκείνο το διάστημα.

Από το ντεμπούτο του στο Παγκόσμιο Κύπελλο το 1958 έως το λυκόφως της καριέρας του στην Αμερική, ο Πελέ άλλαξε τον τρόπο που παίζεται το ποδόσφαιρο. Έφερε ευχαρίστηση και δεξιότητες στο άθλημα, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στον κόσμο. Επηρέασε τη λαϊκή κουλτούρα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλον πριν ή μετά από αυτόν. Και δεν λατρεύτηκε άνευ όρων όπως άλλοι, αλλά παρέμεινε το οριστικό σημείο αναφοράς για το μεγαλείο του ποδοσφαίρου σε όλες τις εποχές. Το 1970 που η εικόνα του βρίσκονταν στην κορύφωσή της ψηφίστηκε το πιο διάσημο άτομο στον κόσμο και υστέρησε μόνο απέναντι στην Κόκα-Κόλα συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών.

Όμως παρά την ακτινοβολία του και τη συσσώρευση περιουσίας, έζησε μια διακριτική ζωή, μακριά από επικίνδυνες εξωαθλητικές προκλήσεις διάγοντας συνετό βίο και διατήρησε μια ευρέως αποδεκτή παρουσία στις αντίστοιχες δραστηριότητές του.

Αυτό που είναι δεδομένο είναι ότι ο Πελέ αντιπροσωπεύει στο ποδόσφαιρο την ιδέα του ατομικού παγκόσμιου αθλητικού σούπερ αστέρα και τη βάση σύγκρισης για κάθε μεταγενέστερη αντίστοιχη περίπτωση, με τρόπο όμως που δεν είναι δυνατόν να επαναληφθεί στον 21ο αιώνα.

 

ΠΗΓΗ : Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ενημέρωση Ραδιοφωνικού Σταθμού Πτήση FM 103,2 με έδρα το Αλιβέρι ( Αθηνά Χαϊκάλη και Χρήστος Μενιδιάτης)

ALIVERIPRESS

Ποδόσφαιρο: Αγώνες Γ Εθνική και Ευβοίας Σ/Κ 18 & 19 – Φεβρουαρίου 2023

ALIVERIPRESS

Στατιστικά Στοιχεία Εκπομπής < Προορισμός Ταμείο ) 21 Εκπομπές

ALIVERIPRESS

Leave a Comment

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε εάν το επιθυμείτε Αποδοχή Διαβάστε Περισσότερα